Η στρατηγική στα πιτ στοπ έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στην έκβαση του Αυστραλιανού Grand Prix. Ο οδηγός της Ferrari Sebastian Vettel, εκμεταλλεύτηκε το πλεονέκτημα που του έδωσε η μεγαλύτερη παραμονή του στην πίστα, με το αρχικό σετ ελαστικών και πραγματοποίησε την μοναδική του αλλαγή ενόσω υπήρχε καθεστώς αυτοκινήτου ασφαλείας. Αυτό τον έφερε στην πρώτη θέση, μπροστά από την Mercedes του Lewis Hamilton. Ο Βρετανός που εκκινούσε από την pole έκανε τη δική του στάση νωρίτερα στον αγώνα, αντιδρώντας στη στρατηγική πρώιμου πιτ στοπ από τη Ferrari του Kimi Raikkonen.
Η συντριπτική πλειοψηφία των οδηγών άλλαξαν μόνο μια φορά ελαστικά περνώντας από την πάρα πολύ μαλακή γόμα (ultrasoft) στην μαλακή (soft). Διαφορετική στρατηγική από τη Red Bull, αμφότεροι οι οδηγοί της εκκίνησαν με την πολύ μαλακή γόμα (supersoft) και έβαλαν τη μαλακή (soft) στη συνέχεια. Ο Daniel Ricciardo έχασε για μια θέση (4ος) το βάθρο μολονότι είχε ποινή 3 θέσεων στην εκκίνηση. Ο οδηγός της Mercedes Valtteri Bottas και ο οδηγός της McLaren Stoffel Vandoorne επίσης υιοθέτησαν διαφορετική στρατηγική: Εκκίνησαν με την πάρα πολύ μαλακή γόμα (ultrasoft), έβαλαν στη μοναδική τους αλλαγή την πολύ μαλακή (supersoft) και τερμάτισαν στη βαθμολογούμενη δεκάδα.
MARIO ISOLA – ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΑΓΩΝΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
“Ουσιαστικά ο αγώνας χωρίζεται σε δυο μέρη, πριν και μετά το αυτοκίνητο ασφαλείας. Την παρουσία του αυτοκινήτου ασφαλείας εκμεταλλεύτηκε με έξυπνη στρατηγική η Ferrari και αυτό καθόρισε το αποτέλεσμα. Στο τέλος είδαμε αμφίρροπη μάχη με τις 5 πρώτες θέσεις να διεκδικούνται μέχρι και τον τελευταίο γύρο. Οι περισσότεροι οδηγοί πραγματοποίησαν ένα πιτ στοπ. Η μεγάλη, σε χρονική διάρκεια, περίοδος του αυτοκινήτου ασφαλείας βοήθησε αυτή την τακτική, ελαχιστοποιώντας τη φθορά και την πτώση απόδοσης των ελαστικών λόγω υπερθέρμανσης. Η συμπεριφορά και των τριών γομών – όλες χρησιμοποιήθηκαν στον αγώνα – ήταν αναμφίβολα θετική. Δυο μονοθέσια τερμάτισαν στον αγώνα με στρατηγική μιας αλλαγής, χωρίς να χρησιμοποιήσουν την πιο σκληρή από τις διαθέσιμες γόμες ”.