Η έκθεση του Μουσείου Design Triennale με τίτλο “Storie. Design Italiano” έχει ήδη ξεκινήσει και θα είναι ανοιχτή για το κοινό έως τις 20 Ιανουαρίου 2019. «Πρωταγωνιστές» είναι το Fiat 500 N (1958) και το Fiat Panda 30 (1980), δύο από τα πιο εμβληματικά μοντέλα του automotive design. Και τα δύο ανήκουν στην πολύτιμη συλλογή της FCA Heritage, του τμήματος που έχει αναλάβει τη διαφύλαξη αλλά και την προώθηση της ιστορικής κληρονομιάς για όλες τις ιταλικές μάρκες του Ομίλου.
Κάποια αυτοκίνητα μένουν στην ιστορία για τις καινοτομίες που εισήγαγαν στους τομείς της τεχνολογίας ή του design. Κάποια άλλα αξίζει να τα θυμόμαστε για τη θέση που κατείχαν στη ζωή και την καθημερινότητα μιας ολόκληρης γενιάς, ενίοτε και μιας ολόκληρης χώρας. Λίγα καταφέρνουν να συνδυάσουν και τα δύο - την προηγμένη τεχνολογία με το ουσιαστικό συναίσθημα - αφήνοντας ανεξίτηλο σημάδι στην εποχή τους. Τις σπάνιες φορές που συμβαίνει κάτι τέτοιο, δημιουργούνται τα αριστουργήματα. Το 500 και το Panda σημείωσαν θριαμβευτική επιτυχία γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο: πρόκειται για δύο θρυλικά αυτοκίνητα που γέννησε η δημιουργικότητα των Ιταλών και πολύ σύντομα κατάφεραν να γίνουν διαχρονικά.
Δεν είναι, φυσικά, η πρώτη φορά που το Fiat 500 φιλοξενείται ως έκθεμα σε έναν τέτοιο χώρο. Μόλις πέρυσι ένα όχημα της σειράς F έγινε μέλος της μόνιμης συλλογής του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης (MoMa) της Νέας Υόρκης. Σήμερα είναι η σειρά ενός εξαιρετικού 500 N από το 1958 να περάσει το κατώφλι του Triennale και να επιβεβαιώσει την ιστορική του σημασία. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα μοντέλο που άλλαξε τις οδηγικές συνήθειες των Ιταλών και έγινε πραγματικό σύμβολο για την τέχνη του design. Το 500 N συνοδεύεται από ένα εξίσου φημισμένο αυτοκίνητο: το Panda 30, ένα ακόμη σύμβολο για το ιταλικό design, που το 1980 άλλαξε μια για πάντα τη σχέση των οδηγών με το αυτοκίνητό τους, κάνοντάς την πιο άμεση, πιο άνετη και σαφώς πιο εύκολη.
Fiat 500 N (1958)
Τον Αύγουστο του 1958 ξεκίνησε η παραγωγή του Fiat 500 N που βρίσκεται στην έκθεση: πρόκειται για την αναβαθμισμένη έκδοση του μοντέλου με το χαρακτηριστικό γαλάζιο χρώμα που είχε παρουσιάσει η Fiat στο Τορίνο το 1957, και περιλαμβάνει προβολείς με περιγράμματα αλουμινίου, σκιάδια, λεπτομέρειες αλουμινίου στο καπό και διακοσμητικά στις πλευρές, γυαλιστερά καπάκια ζαντών τροχών από αλουμίνιο, παράθυρα που ανοίγουν με περιστρεφόμενο μοχλό, πίσω παράθυρα με μοχλό συγκράτησης στην θέση ανάκλισης, πίσω καθίσματα με επένδυση, διακόπτες φώτων και φλας επάνω στην κολόνα του τιμονιού, πεντάλ φρένου και συμπλέκτη με επένδυση από καουτσούκ. Φέρει δικύλινδρο κινητήρα 479 cm3 15 ίππων, με μέγιστη ταχύτητα 90 χλμ./ώρα.
Το 500 ήταν ο καρπός του ενστίκτου του θρυλικού Dante Giacosa και της φιλόδοξης στρατηγικής που στόχευε στην ανανέωση της γκάμας αυτοκινήτων που η Fiat κατασκεύαζε από τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πόλεμου. Το Nuova 500 παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 1957, με την ελπίδα να επαναλάβει την επιτυχία του Topolino. Από τον προκάτοχό του «κληρονόμησε» τις συμπαγείς διαστάσεις, αλλά ήταν σχεδιασμένο έτσι ώστε να μπορεί να ενσωματώσει τις πιο σύγχρονες τεχνολογίες της εποχής του.
Ο δικύλινδρος αερόψυκτος κινητήρας (ο πρώτος του είδους που κατασκευάστηκε από τη Fiat) ήταν τοποθετημένος πίσω, ενώ οι τέσσερις τροχοί ήταν ανεξάρτητοι. Μέσα σε λίγα χρόνια, το 500 καθιερώθηκε ως το νέο εμβληματικό όχημα που οδηγούσε η νεολαία της Ιταλίας και οι πωλήσεις του αυξάνονταν με μεγάλη ταχύτητα παγκοσμίως, από τις ΗΠΑ έως τη Νέα Ζηλανδία. Πάνω από 4 εκατομμύρια μονάδες κατασκευάζονταν ασταμάτητα μέχρι το 1975.
Η αδιαμφισβήτητη επιτυχία του σφραγίστηκε από το λανσάρισμα, εν έτει 2007, της νέας γενιάς 500: ακριβώς όπως και ο ένδοξος πρόγονός του, το σημερινό 500 έγινε αμέσως τεράστια επιτυχία. Μόλις 10 χρόνια μετά από την κυκλοφορία του έχει αγοραστεί από 2 εκατομμύρια καταναλωτές, και έχει κερδίσει μια σειρά από πολύ σημαντικά βραβεία, όπως το “Car of the Year” και το “Compasso d’ Oro”, το παλαιότερο και εγκυρότερο βραβείο design παγκοσμίου βεληνεκούς: το πολυπόθητο αυτό βραβείο το έχουν κερδίσει και οι δύο γενιές του 500 (το 1959 και το 2011).
Πέρυσι, εκτός από το λανσάρισμα δύο exclusive σειρών, η μάρκα προχώρησε και σε μια σειρά από εορταστικές ενέργειες με αφορμή τα 60ά γενέθλια του θρυλικού μοντέλου: το πρώτο short film της Fiat “See you in the future” με πρωταγωνιστή των βραβευμένο με Oscar® ηθοποιό Adrien Brody, το πολυβραβευμένο tour "The Fiat 500 Forever Young Experience”, αλλά και το αναμνηστικό γραμματόσημο και το νόμισμα που εκδόθηκε για το 500.
Panda 30 (1980)
Η ιστορία πίσω από το δεύτερο εμβληματικό μοντέλο της Fiat είναι εξίσου μαγευτική. Όλα ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν έγινε έντονη η ανάγκη του σχεδιασμού ενός οχήματος με κίνηση στους μπροστινούς τροχούς, το οποίο θα συνόδευε τα Fiat 126 και 127. Το όνομα Panda επιλέχθηκε βάσει της νέας λογικής με την οποία είχε ονομαστεί και το Ritmo: σε αντίθεση με τις προηγούμενες δεκαετίες, η Fiat αναζητούσε ένα όνομα όχι «τεχνικό», αλλά ευφάνταστο και δημιουργικό. Το Μάρτιο του 1980, μετά από μια πρώτη παρουσίαση στο Quirinal Palace, το νέο Fiat έκανε το ντεμπούτο του στην Έκθεση Αυτοκινήτου της Γενεύης.
Φτιαγμένη για να προσφέρει τη μέγιστη λειτουργικότητα και να παρέχει τη δυνατότητα εκμετάλλευσης των εσωτερικών του χώρων στο 100%, η πρώτη σειρά Panda ήταν 3.38 μέτρα, τρίθυρη και περιείχε αναδιπλούμενα πίσω καθίσματα, χωρώντας άνετα 5 επιβάτες.
Χάρη στις διαστάσεις και τις σχεδιαστικές λύσεις που πρότεινε ο designer Giorgetto Giugiaro, το νέο Fiat αποδείχτηκε εξαιρετικά πρακτικό, ευέλικτο και πολυχρηστικό. Διέθετε μπροστινό κινητήρα και κίνηση στους μπροστινούς τροχούς, ενώ ο καταναλωτής μπορούσε να επιλέξει ανάμεσα σε έναν δικύλινδρο αερόψυκτο κινητήρα 650 cm3 με 30 ίππους, και σε έναν τετρακύλινδρο υδρόψυκτο κινητήρα 903 cm3 με 45 ίππους. Σ’ αυτές τις δύο διαφορετικές εκδοχές οφείλονται και οι δύο διαφορετικές ονομασίες του: Panda 30 και Panda 45. Το μοντέλο παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και στα επίπεδα κατανάλωσης: με 1 λίτρο, το Panda 30 διέσχιζε μια απόσταση 19 χιλιομέτρων με ταχύτητα 90 χλμ./ώρα, ενώ το Panda 45 μια απόσταση 17 χιλιομέτρων και άνω με την ίδια ταχύτητα. Οι μέγιστες ταχύτητές τους έφταναν πάνω από τα 115 και τα 140 χλμ./ώρα αντίστοιχα.
Από το 1980 έως σήμερα, πάνω από 4 γενιές του «μεγάλου μικρού» Fiat έχουν κυκλοφορήσει και σημειώσει μεγάλες εμπορικές επιτυχίες και τεχνολογικά ρεκόρ: το Panda ήταν το πρώτο αυτοκίνητο πόλης που έφερε σύστημα τετρακίνησης (το 1984), αλλά και το πρώτο με κινητήρα diesel (1986). Επίσης, το πρώτο στην κατηγορία του που έλαβε τον τίτλο Car of the Year (2004) και, την ίδια, χρονιά, το πρώτο αυτοκίνητο πόλης που ανέβηκε σε υψόμετρο 5.200 μέτρων, στην κατασκηνωτική βάση του Everest. Τα ρεκόρ συνεχίστηκαν και το 2006, όταν έγινε το πρώτο αυτοκίνητο πόλης μαζικής παραγωγής με φυσικό αέριο. Αλλά το Panda είναι ασταμάτητο: πρόκειται για το μοναδικό αυτοκίνητο στην κατηγορία του που προσφέρει κίνηση με όλα τα διαθέσιμα καύσιμα (βενζίνη, πετρέλαιο, φυσικό αέριο/βενζίνη και υγραέριο/βενζίνη), τρεις τύπους εκδόσεων (City, Cross και 4x4) και διατίθεται ως δικίνητο ή τετρακίνητο, αλλά και με αυτόματο ή μηχανικό κιβώτιο ταχυτήτων. Συνολικά, έχουν κατασκευαστεί πάνω από 7.5 εκατομμύρια Panda μέχρι σήμερα.
Μουσείο Design Triennale: “Stories. Italian design”
Το Triennale είναι το πρώτο Μουσείο αφιερωμένο στο Ιταλικό design. Από τον Δεκέμβρη του 2007 που εγκαινιάστηκε, κάθε χρόνο αλλάζει τη δομή και το στήσιμό του, ώστε να προσφέρει κάθε φορά και μία διαφορετική απάντηση στο ερώτημα «τι είναι το ιταλικό design;».
Η φετινή 11η «εκδοχή» του Triennale αφηγείται το story του ιταλικού design μέσω μιας τεράστιας γκάμας από ιστορίες που επιχειρούν να δώσουν έναν ορισμό της περίπλοκης «φύσης» του. Η φετινή διαρρύθμιση του μουσείου έχει δύο κατευθύνσεις: παρουσιάζει μεν τη ροή της ιστορίας διαχρονικά, αλλά αναπτύσσει ταυτόχρονα και 5 θεματικές μελέτες που δίνουν στους επισκέπτες τη δυνατότητα να ερμηνεύσουν το design από τη σκοπιά άλλων κλάδων.
Στο μουσείο εκτίθενται 180 έργα, προερχόμενα κυρίως από τη Μόνιμη Συλλογή που δημιουργήθηκε μεταξύ του 1902 και του 1998, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα του ιταλικού design λόγω της σημαντικής συνεισφοράς τους στους τομείς της καινοτομίας, της αισθητικής, του πειραματισμού, της μοναδικότητας και της μαζικής επιτυχίας: έτσι γίνεται η επιλογή των έργων που παρουσιάζονται σε ένα μουσείο design, και έτσι αποφασίζεται και το αν ένα έργο που έχει χαρακτηριστεί ως «σύμβολο» σε κάποιους τομείς είναι πράγματι «σύμβολο» και για τον χώρο του design.