Η Porsche έπρεπε να λάβει σημαντικές αποφασίσεις στα μέσα της δεκαετίας του 90, προκειμένου να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα οικονομική επιτυχία. Στις αρχές της δεκαετίας, η εταιρεία αντιμετώπιζε μια από τις πιο σοβαρές οικονομικές κρίσεις στην ιστορία της, καθώς όλοι οι δείκτες ήταν στο «κόκκινο».
Με την Boxster, η οποία παρουσιάστηκε το 1996, η Porsche άρχισε να βγαίνει σταδιακά από την ύφεση. Αλλά πολύ γρήγορα το τμήμα μάρκετινγκ αντιλήφθηκε, ότι μόνο με την θρυλική 911 δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει την οικονομική της υπόσταση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η εταιρεία να εξελίξει ένα αυτοκίνητο off-road αντί για ένα πολυμορφικό MPV, που ήταν επίσης υπό εξέταση. Οι φιλοδοξίες ήταν από την αρχή πολύ υψηλές. Η Porsche δεν θα αρκούνταν να κατασκευάσει απλώς ένα sport SUV, αλλά ταυτόχρονα να βγει μπροστά από τον ανταγωνισμό. Αυτό το μεγαλεπήβολο εγχείρημα πραγματοποιήθηκε εν τέλει ως μέρος ενός κοινού προγράμματος με τη Volkswagen, που ονομάστηκε «Colorado» και το οποίο ανακοινώθηκε επίσημα τον Ιούνιο του 1998. Πλέον η Porsche Cayenne και το Volkswagen Touareg θα μοιράζονταν την ίδια πλατφόρμα. Παρά την παρόμοια «αρχιτεκτονική» της πλατφόρμας, κάθε κατασκευαστής θα χρησιμοποιούσε τους δικούς του κινητήρες και διαφορετικές ρυθμίσεις για το αυτοφερόμενο αμάξωμα. Η Porsche ήταν υπεύθυνη για την ανάπτυξη της κοινής πλατφόρμας στην αρχικά άκρως απόρρητη τοποθεσία της στο Hemmingen, ενώ η Volkswagen συνεισέφερε την τεχνογνωσία της για την παραγωγή του αυτοκινήτου σε μεγάλους όγκους.
Το 1999 αποφασίστηκε το αυτοκίνητο να κατασκευάζεται στην Γερμανία και όχι σε άλλη χώρα, χτίζοντας μια νέα μονάδα παραγωγής στην Λειψία, η οποία επίσημα εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 2002. Από την άλλη, το Touareg θα κατασκευάζονταν στην μονάδα παραγωγής της Volkswagen στην Μπρατισλάβα της Σλοβακίας. Από κει έρχονταν και τα έτοιμα αμαξώματα της Cayenne, των οποίων η τελική συναρμολόγηση γίνονταν στην Σαξονία. Τα μοντέλα πρώτης και δεύτερης γενιάς της Cayenne παράγονταν στην Λειψία, αργότερα δε και στο Osnabruck. Με το λανσάρισμα της 3ης γενιάς το 2017, η Porsche μετέφερε όλη την παραγωγή της Cayenne στην Μπρατισλάβα, προκειμένου να αυξήσει τις δυνατότητες της γραμμής παραγωγής της Λειψίας για την παραγωγή των Panamera και της Macan.
Οι τεχνικές προδιαγραφές της, έκαναν την Cayenne ένα εύχρηστο οικογενειακό αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα τα τελευταία 20 χρόνια να δημιουργήσει την κατηγορία των κορυφαίων sport utility vehicle (SUV). Η πρώτη γενιά (Ε1) είχε όλα όσα θα περίμενε κανείς από μια Porsche. Με επιλογή ανάμεσα σε δύο κινητήρες V8. Στην Cayenne S, ο νέος κινητήρας των 4,5 λίτρων είχε απόδοση 340 ίππων ενώ στην Cayenne Turbo, από την ίδια χωρητικότητα κινητήρα, η απόδοση ανέβαινε θεαματικά στους 450 ίππους. Η τελική ταχύτητα έφθανε τα 242 και 266 χλμ/ώρα αντίστοιχα, ενώ η οδική συμπεριφορά του αυτοκινήτου ελέγχονταν από νεοεμφανιζόμενα ηλεκτρονικά συστήματα. Στην πρώτη γενιά, η Porsche ενσωμάτωσε το ολοκαίνουριο τότε PASM. Το σύστημα Porsche Active Suspension Management προσφέρονταν σε συνδυασμό με πνευματική ανάρτηση. Υπολόγιζε συνεχώς τις δυνάμεις που επενεργούσαν στις αναρτήσεις, την κατάσταση του δρόμου και τον τρόπο και το στυλ οδήγησης, ενώ βοηθούσε και την οδήγηση εκτός δρόμου. Η ήδη εντυπωσιακή απόσταση από το έδαφος των 21,7 εκατοστών της συμβατικής ανάρτησης, αυξάνονταν στα 27,3 εκατοστά στην πνευματική ανάρτηση.
Προκειμένου να βελτιώσει την σχέση ανάμεσα στο βάρος και τις επιδόσεις, η δεύτερη γενιά (Ε2) αντί για το δεύτερο κιβώτιο με τις κοντές σχέσεις, εξοπλίστηκε με ένα «on-demand» σύστημα τετρακίνησης, που ελέγχονταν από πολύδισκο συμπλέκτη, σύστημα που υπάρχει και σήμερα. Η Porsche εξέλιξε επιπλέον, νέους plug-in υβριδικούς κινητήρες, που εξοπλίζονταν με κεντρικό διαφορικό Torsen. Όλοι οι κινητήρες είχαν αυξημένη απόδοση και μειωμένη έως και 23% κατανάλωση.
Mε την παρουσίαση της 3ης γενιάς της Cayenne, η Porsche αποχαιρέτησε τους κινητήρες diesel, επικεντρώνοντας την προσοχή της στην εξέλιξη της τεχνολογίας των υβριδικών plug-in. Μια ακόμη σημαντική στιγμή, ήταν η πρώτη παρουσίαση, την άνοιξη του 2019, της ακόμη πιο sport έκδοσης της Cayenne Coupé, με οροφή που χαμήλωνε με αρκετή κλίση στο πίσω μέρος, όπως στην 911.
Κινούμενες μόνο ηλεκτρικά, οι plug-in εκδόσεις της Cayenne 3ης γενιάς, έχουν την δυνατότητα για ταχύτητες έως 135 χλμ/ώρα και αυτονομία έως 44 χιλιόμετρα, εκπέμποντας μηδενικούς ρύπους. Η τυπική κατανάλωση κατά τα πρότυπα WLTP, είναι από 3,1 έως 4,1 λίτρα/100 χλμ. Οι υβριδικές εκδόσεις χρησιμοποιούν 17,9 kWh μπαταρία και έναν ηλεκτροκινητήρα 100 kW.
Η πιο δυνατή έκδοση στην γκάμα της Cayenne είναι η Turbo S E-Hybrid, διαθέσιμη από το 2019, με απόδοση 680 ίππων. Από την στάση μέχρι στα 100 χλμ./ώρα, χρειάζεται μόλις 3,8 δευτερόλεπτα. Στις καθημερινές του μετακινήσεις, ο οδηγός επωφελείται από τα έξυπνα, διαφορετικά driving modes και επωφελείται από την εξαιρετική απόδοση, ταυτόχρονα με την χαμηλή κατανάλωση. Από τα πρώτα κιόλας concept car των Cayenne S Hybrid, η Porsche, δεν βασιζόταν σε ένα υβριδικό μοντέλο με διαχωρισμό ισχύος, αλλά σε ένα πλήρες υβριδικό που θα μπορούσε να κινηθεί με τον ηλεκτροκινητήρα του, όχι μόνο κατά την εκκίνηση με χαμηλή ταχύτητα, αλλά και στην συνέχεια, με υψηλότερες ταχύτητες. Η επιλογή αυτή επέτρεψε στο πρωτότυπο να επιτύχει ταχύτητες έως και 120 χλμ/ώρα, χωρίς να εμπλέξει τον κινητήρα εσωτερικής καύσης. Επιπλέον, ο ηλεκτροκινητήρας, βελτίωνε, τόσο την επιτάχυνση, όσο και την ελαστικότητα. Η πλήρως υβριδική κίνηση παρουσιάστηκε εν τέλει στην αγορά το 2010, με την 2η γενιά Cayenne, ως το πρώτο υβριδικό μοντέλο παραγωγής της Porsche. O συνδυασμός του τρίλιτρου V6 supercharged κινητήρα των 333 ίππων, με τον ηλεκτροκινητήρα των 47 ίππων, έδινε μια συνολική απόδοση 380 ίππων. Ακολούθησε τέσσερα χρόνια αργότερα η πρώτη plug-in υβριδική έκδοση, που ήταν μια πρωτοπορία στην κατηγορία των μεγάλων premium SUV. Η Cayenne S E-Hybrid είχε αυτονομία, κινούμενη μόνο ηλεκτρικά πάνω από 30 χιλιόμετρα. Η μπαταρία nickel-metal hydride είχε αντικατασταθεί από μια lithium-ion, ο κινητήρας εσωτερικής καύσης παρέμενε ο ίδιος, αλλά η απόδοση του ηλεκτροκινητήρα αυξανόταν στους 95 ίππους ανεβάζοντας και την συνδυασμένη απόδοση στους 416 ίππους ή 306 kW.
Τέλος, μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Paris Motor Show τον Σεπτέμβριο του 2002, η Cayenne έγινε παγκόσμια επιτυχία, ξεπερνώντας γρήγορα τους στόχους των πωλήσεών της. Αρχικά αναμενόταν να πωλούνται 25.000 μονάδες ετησίως. Στα οκτώ χρόνια παραγωγής των μοντέλων της πρώτης γενιάς, πουλήθηκαν 276.652 αυτοκίνητα, κάτι λιγότερο από 35.000 κάθε χρόνο. Η εκατομμυριοστή Cayenne βγήκε από την γραμμή παραγωγής το καλοκαίρι του 2020, ενώ πέρσι πουλήθηκαν παγκοσμίως πάνω από 80.000 Cayenne.