Καθημερινά κάνουν την εμφάνισή τους μελέτες που παρουσιάζουν τις επιπτώσεις που βιώνει αυτήν τη στιγμή ο πλανήτης από την κλιματική αλλαγή και υποδεικνύουν πιθανές μελλοντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις στο κοντινότερο ή πιο μακρινό μέλλον. Με δημοσίευσή της στην επιθεώρηση «Nature», ερευνητική ομάδα κάνει λόγο για τις πιθανές οικονομικές επιπτώσεις που θα έχει η κλιματική αλλαγή τις επόμενες τρεις δεκαετίες, εξετάζοντας ανάμεσα στα άλλα τι θα συμβεί στον τομέα της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να κοστίσει στον κόσμο έως και 24 τρισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα 36 χρόνια.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τα ορυκτά καύσιμα -άνθρακας, πετρέλαιο και αέριο- συμβάλλουν μακράν περισσότερο στην κλιματική αλλαγή, αντιπροσωπεύοντας πάνω από 75% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και σχεδόν 90% όλων των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Καθώς οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου καλύπτουν τη Γη, παγιδεύουν τη θερμότητα του ήλιου. Αυτό οδηγεί στην υπερθέρμανση του πλανήτη και στην κλιματική αλλαγή. Ο κόσμος θερμαίνεται τώρα πιο γρήγορα από οποιοδήποτε άλλο χρονικό σημείο της καταγεγραμμένης ιστορίας, με αρνητικές συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία.
Όταν ο William Nordhaus, ο οποίος αργότερα θα κέρδιζε το βραβείο Νόμπελ Οικονομικών, μοντελοποίησε την αλληλεπίδραση μεταξύ της οικονομίας και της ατμόσφαιρας, παρουσίασε την «damage function» (συνάρτηση ζημίας), μια εκτίμηση της βλάβης που προκαλείται από μία επιπλέον μονάδα αύξησης της θερμοκρασίας.
Ήταν τόσο λίγα αυτά που γνωρίζαμε για το κόστος της κλιματικής αλλαγής, που το ονόμασε «terra incognita», άγνωστη γη, σε σύγκριση με την «terra infirma», ασταθές έδαφος, του κόστους της πρόληψής της. Τελικά, ένας πρόχειρος υπολογισμός του έδωσε την εκτίμηση ότι 1-2% του παγκόσμιου ΑΕΠ θα χανόταν από μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά 3°C. Αυτό δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα «εμπεριστατωμένο προαίσθημα», έγραψε το 1991.
Χρησιμοποιώντας μακροπρόθεσμα δεδομένα για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη και τη μέση ετήσια θερμοκρασία, διαπιστώνουν ότι ένας επιπλέον 1°C αύξηση της θερμοκρασίας θα οδηγήσει σε πτώση 12% του ΑΕΠ. Ένα σενάριο κλιματικής αλλαγής με αύξηση της θερμοκρασίας άνω των 3°C θα ήταν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, ισοδύναμο πλήγμα με τη διεξαγωγή ενός μόνιμου πολέμου.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι μέχρι το 2060 οι οικονομικές αντίξοες συνθήκες θα έχουν εισχωρήσει σε διάφορους κλάδους, όπως ο τουρισμός, οι μεταφορές, η παραγωγή τροφίμων και η υγειονομική περίθαλψη. Τα κύματα καύσωνα θα προκαλούν προβλήματα στη γεωργία παγκοσμίως και θα κοστίσουν στη βιομηχανία τροφίμων εκατοντάδες δισεκατομμύρια, ενώ οι πλημμύρες από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας θα απαιτήσουν την κατασκευή δαπανηρών νέων υποδομών. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής περιλαμβάνουν ξηρασίες, πυρκαγιές, άνοδο της στάθμης της θάλασσας, πιο έντονους καύσωνες και ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως τροπικές καταιγίδες. Οι ερευνητές τονίζουν ότι οι επιπτώσεις τέτοιων γεγονότων θα μεταπηδούν από τη μια βιομηχανία στην άλλη, επειδή είναι όλα αλληλένδετα.
Το κόστος υγείας θα εκτοξευτεί και όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα υποφέρουν από τη ζέστη, ενώ οι στάσεις εργασίας στους έντονους καύσωνες θα προκαλούν οικονομικές ζημιές στις εταιρείες.
Για παράδειγμα, οι χώρες που βασίζονται στον τουρισμό, αν γίνουν πολύ ζεστές ή υποστούν καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα, όπως πλημμύρες, οι τουρίστες θα είναι λιγότερο διατεθειμένοι να τις επισκεφτούν, κάτι που θα βλάψει την οικονομία τους.
Ένα τρισ. ευρώ έως το τέλος του αιώνα θα κοστίσει στην Ευρώπη η άνοδος της στάθμης της θάλασσας
Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας θα μπορούσε, σύμφωνα με σχετική μελέτη, να κοστίσει στην Ευρώπη έως και ένα τρισ. ευρώ έως το τέλος του αιώνα. Ο επικεφαλής της μελέτης, καθηγητής Ντάμπο Γκουάν στο Πανεπιστήμιο Bartlett School of Sustainable Construction του University College του Λονδίνου, χαρακτήρισε τις οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής «συγκλονιστικές». «Οι συνθήκες χειροτερεύουν όσο περισσότερο θερμαίνεται ο πλανήτης και όταν συνυπολογίζονται και οι επιπτώσεις στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε κίνδυνο», τόνισε.
Κλιματική κρίση και θαλάσσια οικοσυστήματα
Έκθεση του WWF δείχνει πώς η κλιματική κρίση έχει ήδη επηρεάσει -σε κάποιες περιπτώσεις ανεπανόρθωτα- μερικά από τα πιο σημαντικά θαλάσσια οικοσυστήματα της Μεσογείου. Σχεδόν 1.000 ξενικά είδη έχουν ήδη μεταναστεύσει στα ολοένα και πιο θερμά νερά της Μεσογείου και έχουν αντικαταστήσει ενδημικά είδη, ενώ τα αυξανόμενα ακραία καιρικά φαινόμενα προκαλούν καταστροφές σε θαλάσσια λιβάδια αγγειόσπερμων, όπως τα λιβάδια ποσειδωνίας και οι κοραλλιογενείς ύφαλοι της περιοχής. Η κλιματική κρίση μεταμορφώνει τα θαλάσσια οικοσυστήματα, γεγονός που έχει συνέπειες και σε οικονομικούς τομείς, όπως είναι η αλιεία και ο τουρισμός, ενώ παράλληλα επηρεάζει και τις συνήθειές μας στην κατανάλωση ψαρικών.
Η έκθεση του WWF με τίτλο «Η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στη Μεσόγειο: Ιστορίες από μια θάλασσα που υπερθερμαίνεται» (“The Climate Change Effect in the Mediterranean: Stories from an overheating sea”), αναδεικνύει τις έξι κύριες επιπτώσεις που έχει η κλιματική αλλαγή στη θαλάσσια βιοποικιλότητα και τις επακόλουθες αλλαγές σε βασικά είδη ψαριών και οικοτόπους, καθώς και τον συνεπαγόμενο αντίκτυπο στις τοπικές κοινωνίες. Το WWF επισημαίνει την επικίνδυνη σχέση μεταξύ των επιπτώσεων που οφείλονται στο κλίμα και των πιέσεων που ασκεί ο άνθρωπος στη θαλάσσια ζωή, όπως η υπεραλίευση, η ρύπανση, η παράκτια ανάπτυξη και η ναυτιλία, οι οποίες έχουν ήδη πλήξει σοβαρά την ανθεκτικότητα των θάλασσών μας.
Οι αλλαγές στους οικοτόπους και τους πληθυσμούς των ψαριών είναι εμφανείς. Στα ισραηλινά ύδατα, τα εγχώρια μαλάκια έχουν μειωθεί κατά σχεδόν 90%, ενώ ξενικά είδη, όπως η αγριόσαλπα, αποτελούν το 80% των αλιευμάτων στην Τουρκία. Παράλληλα, είδη από νοτιότερες περιοχές, όπως τα μπαρακούντα (λούτσοι) και οι ροφοί, συναντώνται πλέον συχνά στα νερά της Λιγυρίας στη βόρεια Ιταλία. Οι παράκτιες κοινότητες έχουν αρχίσει να προσαρμόζονται στη νέα πραγματικότητα, μαθαίνοντας να μαγειρεύουν αγριόσαλπες, μέδουσες και άλλα ξενικά είδη ως λιχουδιές, ή εγκαθιστώντας δίχτυα γύρω από παραλίες, για να κρατήσουν μακριά τις μέδουσες. Οι πιο υψηλές θερμοκρασίες και οι καταιγίδες μεταμορφώνουν επίσης το βυθό της θάλασσας, οδηγώντας σε μείωση των λιβαδιών ποσειδωνίας, των γοργόνιων κοραλλιών και της πίνας.
Κλιματική αλλαγή και εσωτερική μετανάστευση
Νέα έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας προβλέπει ότι έως και 216 εκατ. άνθρωποι θα μπορούσαν να μεταναστεύσουν τις επόμενες δεκαετίες, εγκαταλείποντας περιοχές που δεν μπορούν πλέον να τους συντηρήσουν και πηγαίνοντας όπου προσφέρονται καλύτερες ευκαιρίες. Εκτιμάται, πάντως, ότι ο αριθμός αυτός θα μπορούσε να ελαττωθεί κατά 80%, αν αναληφθεί δράση άμεσα.
Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, αν δεν υιοθετηθούν μέτρα, υπολογίζεται ότι 86 εκατ. άτομα θα μεταναστεύσουν εντός των χωρών τους στην υποσαχάρια Αφρική, 49 εκατ. σε χώρες της ανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού, 40 εκατ. στη νότια Ασία, 19 εκατ. στη βόρεια Αφρική, 17 εκατ. στη Λατινική Αμερική και 5 εκατ. σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης και της κεντρικής Ασίας.
Αύξηση του πληθυσμού και υδάτινοι πόροι
Η κλιματική αλλαγή και οι κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις έχουν πολύπλευρες επιπτώσεις στη διαθεσιμότητα, την ποιότητα και τις απαιτήσεις για υδάτινους πόρους στο μέλλον. Σε πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Nature Climate Change, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης επιχείρησαν να φωτίσουν την κλιμακούμενη παγκόσμια κρίση καθαρού νερού. Προσπαθώντας να υπολογίσουν τη σημερινή και μελλοντική παγκόσμια λειψυδρία, χρησιμοποίησαν προσομοιώσεις από ένα υπερσύγχρονο μοντέλο ποσότητας και ποιότητας νερού. Σύμφωνα με την έκθεση, το 55% των ανθρώπων στον πλανήτη σήμερα κατοικούν σε μέρη με έλλειψη καθαρού νερού τουλάχιστον για έναν μήνα ετησίως, αλλά όπως εκτιμούν οι μελετητές, «μέχρι το τέλος του αιώνα, αυτό μπορεί να φτάσει το 66%.
Ο ρόλος του πληθυσμού στην οικονομική ανάπτυξη
Σύμφωνα με την οικονομική επιστήμη, οι βασικοί παράγοντες που καθορίζουν την οικονομική μεγέθυνση μιας οικονομίας είναι ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού, η αποταμίευση και η τεχνολογία. Επειδή συζητάμε τις επιπτώσεις του δημογραφικού, ας επικεντρωθούμε κατ’ αρχήν στη μεταβολή του πληθυσμού. Καθώς αυξάνει ο πληθυσμός και αυξάνει το εργατικό δυναμικό, καθίστανται αναγκαίες οι επενδύσεις, προκειμένου να αυξηθεί το φυσικό κεφάλαιο της οικονομίας, για να καλύψει τις ανάγκες του αυξανόμενου εργατικού δυναμικού στην παραγωγή. Η αύξηση του φυσικού κεφαλαίου οδηγεί σε αύξηση του παραγόμενου προϊόντος, σε αύξηση του εθνικού εισοδήματος και του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Τελικά, η οικονομία καταλήγει σε μια κατάσταση ωριμότητας, και από εκεί και ύστερα ο ρυθμός μεγέθυνσής της θα ακολουθεί το ρυθμό αύξησης του πληθυσμού-εργατικού δυναμικού, με στάσιμο όμως το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Αλλάζει η ηλικιακή πυραμίδα
Σε πολλές αναπτυγμένες χώρες το δημογραφικό πρόβλημα επιδεινώνεται λόγω μείωσης του πληθυσμού και αύξησης του ποσοστού των ανθρώπων άνω των 65 ετών.
Βασικός στόχος της πρόνοιας των αναπτυγμένων χωρών, και της χώρας μας επίσης, είναι η επίτευξη όσο το δυνατόν πιο ικανοποιητικού επιπέδου ευημερίας του πληθυσμού. Σημαντικό μέρος αυτής της πρόνοιας αφορά τη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης και αυξανόμενης ομάδας των ανθρώπων άνω των 65 ετών. Εάν δεχθούμε ότι ένα μέρος των ηλικιωμένων συνεχίζει να εργάζεται και μετά τη συνταξιοδότησή του, το Άνοιγμα Κατανάλωσης - Εισοδήματος (ΑΚΕ) των άνω των 65 ετών είναι η απόκλιση της κατανάλωσης που απαιτείται για τη διατήρηση της ευημερίας τους από το μέσο εισόδημά τους από την απασχόληση. Εάν διαιρέσουμε το ΑΚΕ των άνω των 65 ετών με το μέσο εισόδημα από την εργασία, μπορούμε να θεωρήσουμε αυτό το ποσοστό ως ένα φόρο που πρέπει να επιβληθεί στους εργαζμένους, προκειμένου να διατηρήσει η γενιά των άνω των 65 την ευημερία της. Δηλαδή, η παραγωγική γενιά πρέπει να πληρώνει ένα ποσό που αντιστοιχεί στο 25% του μέσου εισοδήματος από την εργασία, προκειμένου να καλύπτονται οι ανάγκες των ηλικιωμένων.
Μειώνεται το παγκόσμιο εισόδημα
Σημαντικές θα είναι οι επιπτώσεις στην καθημερινότητα των πολιτών σε παγκόσμιο επίπεδο από την κλιματική κρίση και όσον αφορά το εισόδημά τους.
Συγκεκριμένα, όπως δημοσιεύει ο βρετανικός Guardian, το μέσο εισόδημα των πολιτών σε παγκόσμιο επίπεδο αναμένεται να μειωθεί σχεδόν κατά ένα πέμπτο μέσα στα επόμενα 26 χρόνια, έως το 2050 δηλαδή, ως αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης, σύμφωνα με μελέτη που προβλέπει ότι το κόστος των ζημιών θα είναι έξι φορές υψηλότερο από το τίμημα του περιορισμού της παγκόσμιας θέρμανσης στους 2C.
H μελέτη που δημοσίευσε η εφημερίδα Guardian, αναφέρει ότι η μόνιμη μέση απώλεια εισοδήματος παγκοσμίως θα είναι 19% μέχρι το 2049. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη η μείωση θα είναι περίπου 11%, ενώ στην Αφρική και τη νότια Ασία θα είναι 22%, ενώ σε ορισμένες μεμονωμένες χώρες θα είναι πολύ υψηλότερη από αυτό.
H μελέτη αναφέρει ότι χώρες όπως η Γερμανία (-11%), η Γαλλία (-13%), οι ΗΠΑ (-11%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (-7%) θα χάσουν ακόμη και μέχρι τα μέσα του αιώνα. Χειρότερα θα πληγούν χώρες σε ήδη θερμές περιοχές, όπως η Μποτσουάνα (-25%), το Μάλι (-25%), το Ιράκ (-30%), το Κατάρ (-31%), το Πακιστάν (-26%) και η Βραζιλία (-21%).
Οι οικονομικές επιπτώσεις για την Ελλάδα
Αν το δημογραφικό είναι μια από τις βόμβες για την Ελλάδα, η κλιματική κρίση είναι η άλλη. Αν πέρυσι ο άμεσος κίνδυνος ήταν οι μεγάλες πυρκαγιές, φέτος είναι οι μεγάλες λειψυδρίες που πλήττουν ήδη την Ελλάδα. Μείωση βροχών, διάβρωση ακτογραμμής από άνοδο της θάλασσας, πλημμύρες, προελαύνουσα ερημοποίηση παραθαλάσσιων περιοχών σε Ν. Ρόδο, Κυκλάδες, Αν. Αιγαίο και Ν. Κρήτη. Η πρώτη έκθεση εκτίμησης του κλιματικού κινδύνου στην Ευρώπη που πραγματοποίησε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (European Environment Agency), αναφέρεται σε ραγδαία επιδείνωση όσων ήδη ζουν σε κάποιες περιοχές στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει δύσκολα σενάρια, αφού θα στεγνώσουν τα αρδευτικά κανάλια και οι γεωτρήσεις, καθώς οι υδροφόροι ορίζοντες στερεύουν, ενώ θα χτυπηθεί ακόμη περισσότερο η αγροτική παραγωγή, από την οποία έχει ήδη φύγει από τη μέση αυτή της Θεσσαλίας. Η κλιματική κρίση επηρεάζει και το χρέος της Ελλάδας. Χώρες με υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ διατρέχουν τον κίνδυνο να δουν το χρέος τους να μεγαλώνει. Από την άλλη μεριά, οι υπολογισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουν ακόμη προβλέψει κονδύλια για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, αφετέρου γιατί βάζει πολύ ψηλά στη λίστα του κινδύνου χώρες που εκπέμπουν SOS για την κλιματική αλλαγή, με αυξανόμενα προβλήματα λειψυδρίας και με ένα από τα μεγαλύτερα δημόσια χρέη στον κόσμο.
Στα 200 δισ. ευρώ το κόστος μέχρι το 2100
Η μελέτη που εκπόνησε η Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) της ΤτΕ, είχε ιδιαίτερα σημαντικά ευρήματα, που «φωνάζουν» για την αναγκαιότητα εκπόνησης μιας στοχευμένης στρατηγικής θωράκισης του πρωτογενούς τομέα και των υποδομών της χώρας ούτως ώστε να μετριαστεί το δυσθεώρητο κόστος της κλιματικής αλλαγής. Εστιάζοντας στο οικονομικό πεδίο, ο βαρύς λογαριασμός της κλιματικής αλλαγής για την Ελλάδα έως το τέλος του αιώνα υπολογίζεται σε 2,2 δισ. ευρώ το χρόνο, με συντελεστή προεξόφλησης 2% ή 1% του ΑΕΠ περίπου, σε σημερινές αξίες, σύμφωνα με το διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, που είχε επικαλεστεί τα ευρήματα της έρευνας. Μέχρι το 2100, αν δεν προβούμε σε δραστικές ενέργειες, το κόστος θα αγγίξει τα 200 δισ. ευρώ. Αν δεν χρησιμοποιηθεί συντελεστής προεξόφλησης, η ζημιά υπολογίζεται στα 700 δισ. ευρώ μέχρι το 2100.
Η περίπτωση της Θεσσαλίας
Όσον αφορά την ελληνική επικράτεια, σύμφωνα με την κατάταξη των σημαντικότερων κλιματικών κινδύνων, ο τομέας που αναμένεται να πληγεί περισσότερο από την κλιματική αλλαγή είναι η γεωργία, ενώ οι επιπτώσεις στον τουρισμό και τα παράκτια συστήματα θα επηρεάσουν σημαντικά το εισόδημα των νοικοκυριών και την οικονομία συνολικά.
Σε σχετική μελέτη παρουσιάστηκαν οι εκτιμώμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στους εδαφικούς πόρους και στις αροτραίες καλλιέργειες για τις περιοχές (Τρίκαλα, Ζάππειο, Σωτήριο) της περιφέρειας της Θεσσαλίας. Τα αποτελέσματα για τις εκτιμώμενες επιπτώσεις στην περιοχή της Θεσσαλίας ήταν τα εξής:
-Ένταση των τάσεων ερημοποίησης του εδάφους, με αποτέλεσμα τον περιορισμό και την υποβάθμιση των καλλιεργήσιμων γαιών.
-Μείωση της παραγωγής αραβοσίτου μέχρι 41,7% και βαμβακιού μέχρι 34,2% και αύξηση της παραγωγής σιταριού κατά 13,4% στο δυσμενέστερο σενάριο εκπομπής έως το τέλος του αιώνα. Σε βαθιά εδάφη, μείωση των αποδόσεων του αραβοσίτου έως 29,3% και του βαμβακιού μέχρι 29,6% και αύξηση των αποδόσεων του σιταριού μέχρι 68,6%, έως το τέλος του αιώνα στο δυσμενέστερο σενάριο εκπομπής. Σε ρηχά και επικλινή εδάφη, εκμηδένιση των αποδόσεων του βαμβακιού και του αραβοσίτου και διατήρηση σε χαμηλά επίπεδα των αποδόσεων του σιταριού, στο μέσο και στο δυσμενέστερο σενάριο εκπομπής έως το μέσο του αιώνα.
-Περαιτέρω μειώσεις στην παραγωγή κατά 3,6% σε όλες τις καλλιέργειες σε διαβρωμένα εδάφη.
Επίσης, υπάρχουν και οι άμεσες (πρωτογενείς) επιπτώσεις, όπως βλάβες ή φθορές που οδηγούν στην ανάγκη ανακατασκευών, επιδιορθώσεων ή επαυξημένης ανάγκης συντήρησης από την άνοδο της μέσης στάθμης της θάλασσας, τις υψηλές θερμοκρασίες και τα πλημμυρικά φαινόμενα. Επίσης, προβλέπεται μειωμένη ανάγκη εργασιών πρόληψης και συντήρησης, λόγω της μείωσης του αριθμού παγετών.
Οι έμμεσες (δευτερογενείς) επιπτώσεις αφορούν κυρίως τη λειτουργία του συστήματος μεταφορών, με την αύξηση του γενικευμένου κόστους μετακινήσεων ή τη μείωση της οδικής ασφάλειας από την άνοδο της μέσης στάθμης της θάλασσας, τις υψηλές θερμοκρασίες και τα πλημμυρικά φαινόμενα (π.χ. καθυστερήσεις, αναβολές δρομολογίων, κίνδυνος ατυχημάτων λόγω μειωμένης πρόσφυσης, αποκοπή και μείωση προσβασιμότητας περιοχών από την αδυναμία εκτέλεσης δρομολογίων, διακοπή εφοδιαστικής αλυσίδας και αλλαγές στη ζήτηση).
Ρόδος: Ο αντίκτυπος των πυρκαγιών στον τουρισμό
Μία από τις πολλές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι η αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως οι καύσωνες, οι ισχυρές βροχοπτώσεις, τα οποία με τη σειρά τους οδηγούν σε πυρκαγιές και πλημμύρες. Τις τελευταίες ημέρες η Ελλάδα και πολλές χώρες στην Ευρώπη ζουν ή έζησαν έναν πύρινο εφιάλτη.
Οι καταστροφικές πυρκαγιές στη Ρόδο το καλοκαίρι του 2023 δείχνουν τα σημάδια της κλιματικής αλλαγής και στον τουρισμό. Στο νότιο τμήμα της Ρόδου οι περιοχές που επλήγησαν και είχαν τα περισσότερα προβλήματα, ήταν το Κιοτάρι, όπου 12 ξενοδοχεία εκκενώθηκαν, η Λάρδος, και τα Βλυχά της Λίνδου. Ο τουρισμός της χώρας δέχτηκε μεγάλο πλήγμα και οι φωτογραφίες με τους τουρίστες να εγκαταλείπουν τα καταλύματα μέσα στη νύχτα και να επιβιβάζονται σε βάρκες, έκαναν το γύρο του κόσμου. Πολλές κρατήσεις ακυρώθηκαν και το νησί προσπαθούσε για μήνες να αποκαταστήσει τις ζημιές που προκάλεσαν οι πυρκαγιές.