Η Βάγια Φρυδά - Βαρβαγιάννη, όπως και γενικότερα η οικογένεια Βαρβαγιάννη είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση της εγχώριας επιχειρηματικότητας, που συνδέεται με την παράδοση της χώρας, την διασκέδαση και την διάδοση του προϊόντος στο εξωτερικό. Η πορεία της οικογένειας και της έναρξης της επιχείρησης παραγωγής ούζου πηγαίνει 16 δεκαετίες πίσω, όταν ο Ευστάθιος Ι. Βαρβαγιάννης έφτασε στο Πλωμάρι της Λέσβου γύρω στο 1860, φορτωμένος με την εμπειρία και τη γνώση της απόσταξης από την Οδησσό της Ρωσίας. Εκείνη την εποχή στο παραλιακό Πλωμάρι, η βιομηχανική παραγωγή βρισκόταν σε έξαρση. Το λιμάνι έσφυζε από ζωή και πολλά προϊόντα εξάγονταν σε ολόκληρο τον κόσμο. Τότε ξεκίνησε για πρώτη φορά η διαδικασία της πρώτης απόσταξης του ούζου Βαρβαγιάννη.
Η ίδια, εκπρόσωπος της πέμπτης γενεάς Βαρβαγιάννη, διαχειρίστρια της ποτοποιίας μαζί με τους δύο ανιψιούς της, Ιωάννη Ευσταθίου Βαρβαγιάννη και Ιωάννη Εμμανουήλ Βαρβαγιάννη, μιλά στο Businessnews.gr για την επίδραση των πρόσφατων κρίσεων στην πορεία των πωλήσεων του δημοφιλούς ποτού, φανερώνει ότι πλέον ούζο Βαρβαγιάννη πίνουν ακόμα και στη Βενεζουέλα, ενώ αποκαλύπτει έναν από τους επόμενους στόχους για εξαγωγές, την Οδησσό, δηλαδή από εκεί, που έμαθε την τέχνη της απόσταξης ο ιδρυτής της επιχείρησης, Ευστάθιος Βαρβαγιάννης, πριν 162 χρόνια.
Εξι γενιές παραγωγής ούζου Βαρβαγιάννη στο Πλωμάρι της Λέσβου: Τι θεωρείτε ότι έχει κάνει το ούζο Βαρβαγιάννη μια σταθερή πλέον αξία;
Η συνεχής και απαρέγκλιτη τήρηση με την ίδια ευλάβεια στη σχολαστική επιλογή αγνών, φυσικών υλικών, στον παλιό, παραδοσιακό τρόπο της απόσταξης 100% και στην πολύτιμη, μυστική οικογενειακή συνταγή που χαρίζει την ποιότητα και τη μοναδική γεύση του «Ούζου Βαρβαγιάννη - Πλωμαρίου» εδώ και έξι γενιές, είναι τα στοιχεία που το διαφοροποιούν από τον ανταγωνισμό και το έχουν καταστήσει συνώνυμο της άριστης ποιότητας ούζου, γιατί η οικογένεια Βαρβαγιάννη παράγει μόνο ούζο εδώ και 162 χρόνια.
Ζήσαμε και εξακολουθούμε να ζούμε μια πολύ ιδιαίτερη περίοδο στο επιχειρείν τα τελευταία δυο χρόνια. Θα ήθελα να μου πείτε κατά πόσο επηρεαστήκατε από την πανδημία και την ενεργειακή κρίση. Κάνατε αυξήσεις στα προϊόντα; Και αν ναι, τι τάξης μεγέθους;
Σίγουρα επηρεαστήκαμε από αυτά τα παγκόσμια γεγονότα. Στην κρύα αγορά, δηλαδή σε ό,τι αφορά τα εστιατόρια, τις ταβέρνες και την εστίαση εν γένει, η πτώση ήταν δραματική λόγω των μέτρων που ελήφθησαν για την πανδημία. Ένα μέρος αυτών των απωλειών αντισταθμίστηκε από την αύξηση των πωλήσεων στη ζεστή αγορά (σούπερ μάρκετ κ.ά.), καθώς επίσης και από την σημαντική αύξηση των εξαγωγών. Στα οκτώ τελευταία έτη κάναμε μία αύξηση των τιμών μονοψήφιου μεγέθους αν και όλα αυτά τα έτη είχαμε συνεχείς αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών και λοιπών στοιχείων κόστους.
Σίγουρα, ωστόσο, θα υπάρχουν και κάποια μόνιμα ζητήματα που σας απασχολούν. Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερο πρόβλημα στον κλάδο των αποσταγμάτων τα τελευταία χρόνια;
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι οι ανεξέλεγκτες παραγωγές «αποσταγμάτων» που κατακλύζουν την Ελληνική αγορά με αμφιβόλου και κακής ποιότητας προϊόντα που ταυτόχρονα στραγγαλίζουν την υγιή παραγωγή, η οποία τηρεί όλες τις προδιαγραφές για ασφαλή προϊόντα που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση.
Πως έκλεισε το 2021 για την επιχείρηση και ποιές οι εκτιμήσεις σας για το 2022;
Το 2021 είχε θετικό πρόσημο σε σχέση με το 2020 χωρίς ωστόσο να πλησιάσει τις πωλήσεις του 2019. Για το 2022 οι εκτιμήσεις συναρτώνται με την εξέλιξη της πανδημίας. Ευελπιστούμε ότι κυρίως το δεύτερο εξάμηνο του 2022 οι πωλήσεις θα αυξηθούν αρκετά.
Για να ενισχύσετε αυτή τη θετική εικόνα, σκοπεύετε μέσα στη χρονιά να προχωρήσετε σε κάποιες επενδύσεις, προκειμένου να βελτιώσετε την παραγωγή, είτε στο Πλωμάρι είτε στην Αθήνα;
Η παραγωγή μας γίνεται πάντοτε εξ ολοκλήρου στο Πλωμάρι. Υπάρχει ήδη πρόγραμμα βελτίωσης των εγκαταστάσεών μας εδώ στο Πλωμάρι που θα εφαρμοστεί εντός του τρέχοντος έτους.
Μουσείο Ούζου: Πλέον συμπληρώνει 25 χρόνια από την ίδρυσή του. Θεωρείτε ότι ήταν κάτι που έφερε τον κόσμο πιο κοντά στην ιστορία του ούζου; Πόση επισκεψιμότητα έχει κάθε χρόνο;
Το Μουσείο Ούζου Βαρβαγιάννη είναι το 1ο Μουσείο Ούζου που λειτούργησε παγκοσμίως το 1996 και έφερε κοντά στην παράδοση και την ιστορία του αυθεντικού ούζου πλήθος κόσμου σχεδόν όλων των ηλικιών και από πολλές χώρες του κόσμου. Η δημιουργία του Μουσείου ήταν μια υπέροχη ιδέα και με την υλοποίηση της τιμήσαμε τον πατέρα μου και τους παππούδες. Η ετήσια επισκεψιμότητα του Μουσείου Βαρβαγιάννη είναι πολύ μεγάλη όπως και το ενδιαφέρον που εκδηλώνεται γι’ αυτό και κυμαίνεται γύρω στις 32000 επισκέπτες. Αυτό βέβαια γίνονταν κυρίως προ Covid19.
Είστε μια οικογενειακή επιχείρηση που άντεξε μέσα στο χρόνο και στη ροή των γενεών. Τι πιστεύετε ότι ήταν αυτό που σας κράτησε με το ίδιο μεράκι και συνεχίζετε με αυτό το πάθος; Και τι είναι αυτό τελικά που πυροδοτεί την ορμή των νέων γενεών;
Μας κρατάει η αγάπη στους προγόνους μας που μας μετέδωσαν την γνώση που με τη σειρά μας θα μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενιές, στην οικογένεια και στο εξαιρετικό προϊόν, το μεράκι μας για το ούζο, πάντα με σεβασμό στον άνθρωπο και στο περιβάλλον και η ιδιαίτερη προτίμηση στο ούζο μας των χιλιάδων καταναλωτών σε όλο τον κόσμο. Το έναυσμα που πυροδοτεί την ορμή των νέων γενεών είναι η ικανοποίηση του να προσφέρεις ένα προϊόν υψηλής ποιότητας που αντέχει στον χρόνο, χωρίς εκπτώσεις και απλοποιήσεις και χωρίς να υπολογίζουμε κόπο, χρόνο και δαπάνες.
Διαβάζω ότι έχετε φτάσει μέχρι και τη Νέα Ζηλανδία. Σε αυτό το πλαίσιο, τι μέρος των εσόδων αποτελούν οι εξαγωγές και αν υπάρχει κάποια αγορά – στόχος που θέλετε να προσεγγίσετε και δεν έχει γίνει ακόμα.
Έχουμε πελάτες σε όλο τον κόσμο, μάλιστα τελευταία το ούζο Βαρβαγιάννη έφτασε και στη Βενεζουέλα.
Πλέον, οι εξαγωγές του Ούζου Βαρβαγιάννη αποτελούν το 30-35% του συνόλου της παραγωγής μας. Η προσέγγιση αγορών που δεν έχουμε ακόμη παρουσία γίνεται προσεκτικά, δεδομένης της συγκεκριμένης παραγωγής του ούζου Βαρβαγιάννη που είναι ένα ούζο που παράγεται με απόσταξη 100% διαχρονικά. Ένας στόχος μας σημαντικός είναι να εξάγουμε το ούζο μας στην Οδησσό.
Ποια χώρα του εξωτερικού θα λέγατε ότι αγαπά περισσότερο το ούζο και το προτιμά; Τα τελευταία χρόνια συνεχώς γράφεται για το πόσο μεγάλο ρεύμα και πόσες πολλές πωλήσεις γίνονται στη Γερμανία…
Σίγουρα είναι η Γερμανία αν λάβουμε υπόψη μας τον όγκο πωλήσεων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και κράτη π.χ. της Μέσης Ανατολής που το υποδέχονται με ενθουσιασμό, αλλά διάφορα εμπόδια στην εισαγωγή του ούζου εμποδίζουν την εξάπλωσή του.
Πολλοί θεωρούν το ούζο ποτό περισσότερο καλοκαιρινό ή ποτό που πίνουν περισσότερο οι πιο μεγάλοι σε ηλικία. Θεωρείτε ότι ισχύει; Και αν ναι, έχετε κάποιες κινήσεις για να αποδείξετε ότι το ούζο είναι… όλων των εποχών και όλων των ηλικιών;
Σίγουρα δεν ισχύει ότι το ούζο είναι περισσότερο καλοκαιρινό ποτό των μεγάλων σε ηλικία. Το βέβαιο είναι, ότι το ούζο είναι το ποτό της παρέας ,της χαράς, της συντροφικότητας, της ξεγνοιασιάς, για όλες τις ηλικίες, γιατί πάντα σε όλο τον κόσμο θα υπάρχουν χαρούμενες παρέες που με ένα ποτηράκι ούζο εκφράζονται γνήσια, αγνά, ανεπιτήδευτα. Ένας τρόπος για να πάρει το ούζο την θέση του στις καρδιές του κόσμου, είναι να γνωρίσουν οι νέοι κυρίως την ιστορία του αυθεντικού ούζου μέσα από το Μουσείο Ούζου Βαρβαγιάννη και τα αποστακτήρια ούζου ανά την Ελλάδα. Και γιατί όχι, να διδαχθούν οι νέοι την γευσιγνωσία μέσα στην εκπαίδευση, να μάθουν τους διατροφικούς θησαυρούς της πατρίδας μας, να αγκαλιάσουν το ούζο, το ποτό που κλείνει μέσα του το φώς και το Ελληνικό πνεύμα, άλλωστε το λευκό του χρώμα αυτό δηλώνει. Σ΄ αυτό πρέπει να βοηθήσουν κι όσοι ασχολούνται με την ενημέρωση, γιατί το ούζο είναι το εθνικό μας ποτό, το πρώτο Ελληνικό ποτό στις εξαγωγές που συνεισφέρει στην οικονομία μας, ο πρεσβευτής της Ελλάδας στα πέρατα του κόσμου, του το χρωστάμε όλοι.