Η πορεία του Κωνσταντίνου Μαριανού, επικεφαλής της MEDBEST S.A. ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του '90 στις ΗΠΑ, όπου σπούδαζε. Τότε, πρίν γίνει μόδα, άρχισε να προμηθεύει την αμερικανική αγορά εκλεκτά ελληνικά προϊοντα σε προσιτές τιμές, κάνοντάς τα προσβάσιμα σε εκατομμύρια αμερικανούς καταναλωτές, οι οποίοι με αυτό τον τρόπο γνώρισαν τη μεσογειακή διατροφή και τα οφέλη της.
Σήμερα, εν έτει 2022, η δραστηριότητας της MEDBEST είναι μόνο εξαγωγική, με αιχμή του δόρατος premium εγχώρια προϊόντα όπως οι ελιές, το ελαιόλαδο και η φέτα και εξάγει σε 35 χώρες ανάμεσα στις οποίες η Ρωσία, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, αλλά και οι πιο σημαντικές χώρες του Περσικού Κόλπου.
Μιλώντας στο BusinessNews.gr, ο επιχειρηματίας κάνει έναν απολογισμό της διετούς πανδημίας, η οποία, παρόλαυτα δεν αποτέλεσε τροχοπέδη για την ανάπτυξη της εταιρείας, δίνοντας έμφαση μεταξύ άλλων και στη σημασία της καλής επικοινωνίας με τους παραγωγούς. Επίσης ενώ αναφέρεται και στις δυσκολίες των εξαγωγών λόγω του ανταγωνισμού, που γίνεται όλο και μεγαλύτερος τα τελευταία χρόνια.
Ας ξεκινήσουμε με την επικαιρότητα. Πόσο σας επηρέασε η πανδημία τα δύο τελευταία χρόνια, με δεδομένο ότι δραστηριοποιείστε κυρίως με εξαγωγές;
Την τελευταία διετία, μετά δηλαδή το ξέσπασμα της πανδημίας είδαμε μεγάλες αυξομειώσεις της ζήτησης και μεγάλες μεταβολές στην παγκόσμια κατανάλωση τροφίμων ως αποτέλεσμα της νέας πραγματικότητας και κυρίως των lockdowns. Συγκεκριμένα, με το κλείσιμο της εστίασης οι καταναλωτές μετά από το πρώτο «μούδιασμα» όπου προσπάθησαν να καλύψουν και να εξασφαλίσουν τις βασικές διατροφικές τους ανάγκες, στράφηκαν απότομα στην υπέρμετρη κατανάλωση πιο ποιοτικών, και υγιεινών τροφίμων, όπως για παράδειγμα τα Μεσογειακά τρόφιμα, με στόχευση την καλύτερη ποιότητα ζωής συνολικά. Είδαμε λοιπόν από την αρχή της πανδημίας την ζήτηση της επαγγελματικής συσκευασίας (HORECA) να μειώνεται δραματικά και παράλληλα την συσκευασία retail (μικρό-συσκευασία Super Market) να εκτοξεύεται δυσανάλογα σε σχέση με την προ-πανδημίας περίοδο. Αυτή ήταν μια μεγάλη και ξαφνική αλλαγή ειδικά για την δική μας εταιρεία γιατί είχαμε αναπτύξει μια σημαντική εξειδίκευση και μεγάλο πελατολόγιο στα προϊόντα επαγγελματικής συσκευασίας. Μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2020 οι συσκευασίες HORECA αντιπροσώπευαν περίπου το 60% των συνολικών μας πωλήσεων. Το τέλος της πρώτης χρονιάς της πανδημίας μας βρήκε να έχουμε χάσει πάνω από το 30% των πωλήσεων μας στην αγορά αυτή, αλλά παράλληλα να έχουμε αυξήσει τις πωλήσεις μας στις συσκευασίες retail κατά περίπου το ίδιο, ίσως και μεγαλύτερο, ποσοστό. Η ίδια κατάσταση πάνω-κάτω συνεχίστηκε και μέσα στο 2021. Γενικά, την διετία της πανδημίας 2020-2021 παρότι αντιμετωπίσαμε πολλές και εξαιρετικά δύσκολες προκλήσεις, καταφέραμε ως εταιρεία όχι μόνο να διατηρήσουμε τις εξαγωγές μας, αλλά να έχουμε και μια μικρή ανάπτυξη σε σχέση με το 2019. Σε αυτό συνετέλεσε η σκληρή δουλειά από όλον τον οργανισμό της MEDBEST και η προσαρμοστικότητά μας στις αλλαγές που η πανδημία επέβαλε και η αγορά ζητούσε.
Ποιος ήταν ο τζίρος του 2021 για την εταιρεία, αν αναλογιστούμε ότι δεν έλειψαν κάποια Lockdown και την προηγούμενη χρονιά;
Ο τζίρος της εταιρείας μας το 2021 έκλεισε στα 44.253.000 ευρώ, αυξημένος κατά 5,22% σε σχέση με το 2019.
Ποιές ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες για τη ΜΕDBEST τον προηγούμενο καιρό; Το να φτάσουν εγκαίρως τα προϊόντα; Το κλείσιμο της εστίασης; Κάτι άλλο;
Όπως ανέφερα προηγουμένως, το κλείσιμο της εστίασης και γενικότερα των υπηρεσιών όπου προσφέρεται η επαγγελματική συσκευασία HORECA (Εστιατόρια, Catering, Ξενοδοχεία) ήταν ένα τεράστιο χτύπημα για την εταιρεία μας. Για να διατηρήσουμε τις πωλήσεις μας και για να μείνουμε ζωντανοί έπρεπε να στρέψουμε την παραγωγή μας μέσα σε ελάχιστο χρόνο προς το retail και μάλιστα σε καινοτόμα προϊόντα που ζήταγε η αγορά και που θα έκαναν την διάφορα σε σχέση με τον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Μια επίσης τεράστια δυσκολία που αντιμετωπίσαμε και συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε ήταν οι μεταφορές των προϊόντων μας στους τόπους προορισμού τους. Από τα μέσα του 2020 μέχρι και σήμερα, με αφορμή την πανδημία, υπήρξε μια τεράστια αύξηση του μεταφορικού κόστους με παράλληλη αύξηση του χρόνου παράδοσης που όχι μόνο αύξησαν το κόστος των προϊόντων στην αγορά αλλά δημιούργησαν και μεγάλες ελλείψεις προϊόντων που δεν έφταναν εγκαίρως στους καταναλωτές. Σήμερα, 19 μήνες μετά, τα προβλήματα στις μεταφορές όχι μόνο δεν έχουν λυθεί, αλλά έχουν ενταθεί αν λάβουμε υπόψη και το επί πλέον κόστος που έχει επιφέρει η παγκόσμια ενεργειακή κρίση.Επιπρόσθετα, πρέπει να επισημάνω τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε και αντιμετωπίζουμε με τις αυξήσεις στο κόστος παραγωγής (ενέργεια, πρώτες ύλες, υλικά συσκευασίας κλπ.) που μας αναγκάζουν να απορροφούμε μεγάλο μέρος αυτών και πάραυτα να μετακυλούμε μεγάλες αυξήσεις στην αγορά που κάνουν τα προϊόντα μας λιγότερο ανταγωνιστικά και λιγότερα προσιτά στους καταναλωτές. Τέλος, είναι σημαντικό να αναφερθούμε στα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε με τις ελλείψεις πρώτων υλών και υλικών συσκευασίας και τις μεγάλες καθυστερήσεις παραδόσεων όλων αυτών, που αποτελούν τροχοπέδη στην παραγωγική διαδικασία και την ομαλή ροή των παραγγελιών προς τους πελάτες μας.
Θα σας πάω λίγο πιο πίσω στο χρόνο τώρα. Ξεκινήσατε τη δεκαετία του 90 τη δραστηριοποίησή σας, με έναρξη την αγορά των ΗΠΑ. Πως έγινε η αρχή και πλέον, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, πως συνεχίζει η δραστηριοποίηση σε μια αχανή αγορά όπως αυτή;
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘80, όταν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στην Ελλάδα, βρέθηκα στην Αμερική και συγκεκριμένα στην Νέα Υόρκη όπου αφού εργάστηκα σε διάφορες δουλειές, ίδρυσα την πρώτη μου εταιρεία εισαγωγών επώνυμων (branded) Ελληνικών τροφίμων. Εκείνη την εποχή τα Ελληνικά τρόφιμα είχαν πολύ ισχνή παρουσία στο Αμερικανικό ράφι, αλλά πάραυτα είχαμε καταφέρει να διεισδύσουμε σε κάποια super markets κυρίως στην Ανατολική ακτή των ΗΠΑ. Μάλιστα έχω να λέω ότι ήμασταν οι πρώτοι που βάλαμε εμφιαλωμένο το Ελληνικό νερό Λουτρακίου σε μεγάλη αλυσίδα super market στην Αμερική. Εκεί γνώρισα την Αμερικανική αγορά και συνειδητοποίησα τις δυνατότητες που είχαν τα ποιοτικά Ελληνικά προϊόντα στην μεγάλη αυτή αγορά. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 αποφάσισα να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα για να οργανώσω μια ουσιαστική και πρωτοπόρο προσπάθεια παραγωγής και εξαγωγής Ελληνικών προϊόντων υψηλής ποιότητας με βάση πρώτες ύλες υψηλών προδιαγραφών από όλη τη χώρα. Έτσι λοιπόν το 1996 ιδρύθηκε η MEDBEST και ξεκίνησε η πραγματοποίηση του ονείρου μου που δεν ήταν άλλο από το να παρουσιάσουμε στους Αμερικανούς καταναλωτές μια ολοκληρωμένη γκάμα αυθεντικών Ελληνικών προϊόντων με υψηλή ποιότητα, προστιθέμενη αξία, και πάνω από όλα εξαιρετική γεύση. Σήμερα, 25 χρόνια μετά, βλέπω με ιδιαίτερη υπερηφάνεια το όνειρο μου να πραγματοποιείται. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μακράν η μεγαλύτερη αγορά για την εταιρεία μας και τα προϊόντα μας βρίσκονται πλέον σε όλη την επικράτεια και στα πιο ποιοτικά και απαιτητικά καταστήματα διάθεσης τροφίμων των ΗΠΑ. Μέσα στα χρόνια αυτά, μαζί με τους εκεί συνεργάτες μας έχουμε καταφέρει να κτίσουμε ένα εκτενές δίκτυο διανομέων και αντιπρόσωπων που τοποθετούν τα επώνυμα προϊόντα μας σε χιλιάδες σημεία πώλησης.
Έχετε συνεργαστεί και συνεργάζεστε με πολλές χώρες. Ποια θεωρείτε ότι ‘’αγαπά’’ περισσότερο’’ τα ελληνικά προϊόντα;
Πέραν της αγοράς των ΗΠΑ, τα προϊόντα της MEDBEST εξάγονται με επιτυχία σε άλλες περίπου 35 χώρες σε όλον τον πλανήτη. Έχουμε παρουσία σε αρκετές χώρες στην Βόρεια Ευρώπη, στην Ρωσία, στον Καναδά, στην Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, στην Άπω Ανατολή, στην Αφρική και στις πιο σημαντικές χώρες του Κόλπου. Τα ποιοτικά Ελληνικά προϊόντα απολαμβάνουν εξαιρετικής αποδοχής σε όλες σχεδόν τις χώρες ανά τον κόσμο λόγω της εξαιρετικής τους γεύσης και της υψηλής ποιότητας των πρώτων υλών τους, αλλά θα έλεγα ότι οι αγορές των ΗΠΑ και της Βόρειας Ευρώπης είναι οι πιο «δυνατές» στην κατανάλωσή τους.
Εκ των πραγμάτων, είστε πολύ κοντά στους έλληνες παραγωγούς, αφού αυτοί είναι και οι πρώτοι σας ‘’πελάτες’’. Ποια θεωρείτε ότι είναι τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίζουν;
Από το ξεκίνημα της MEDBEST αγκαλιάσαμε τους Έλληνες παραγωγούς των γεωργικών προϊόντων που είναι και η βάση των προϊόντων μας. ‘Ημασταν οι πρώτοι που προσέγγισαν έναν-έναν ξεχωριστά τους Έλληνες παραγωγούς για να τους γνωρίσουμε και να τους εμπνεύσουμε με το όραμα μας για ποιοτικά Ελληνικά προϊόντα. Συγκεκριμένα για τους παραγωγούς επιτραπέζιων ελιών, μέχρι τότε η παραγωγή τους κατέληγε σε τοπικούς συνεταιρισμούς η μεσιτο-εμπόρους χάνοντας την ταυτότητα της, με αποτέλεσμα να μην ξεχωρίζει ο καλός παράγωγος από τον κακό. Αναδείξαμε έτσι τους καλούς παραγωγούς, αναγνωρίσαμε την ποιότητα τους και τους ανταμείψαμε για την προσπάθεια τους. Το αποτέλεσμα φάνηκε αμέσως στα τελικά προϊόντα και μας βοήθησε στο να χτίσουμε το όνομα μας και τις πωλήσεις μας. Οι περισσότεροι από αυτούς τους παραγωγούς συνεργάζονται μαζί μας πολλά χρόνια και σε αυτούς οφείλουμε ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας μας.
Όμως σήμερα οι παραγωγοί αγροτικών προϊόντων στην Ελλάδα, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου αντιμετωπίζουν πολλά και δύσκολα προβλήματα. Το μεγαλύτερο όλων είναι η κλιματική αλλαγή που όλοι βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα είναι πλέον πολύ συχνά και έχουν άμεσες επιπτώσεις στον όγκο και στην ποιότητα των αγροτικών μας προϊόντων. Η έλλειψη βροχοπτώσεων, οι ακραίες θερμοκρασίες και η απορρύθμιση γενικά του κλίματος, επηρεάζουν άμεσα την φυτική παραγωγή και τις σοδειές. Όπως είναι φυσικό αυτό επηρεάζει άμεσα την Γεωργία και τους παραγωγούς που βλέπουν τις σοδειές τους να καταστρέφονται και το εισόδημα τους να συρρικνώνεται χρόνο με το χρόνο.
Εν έτει 2022, η δραστηριότητά σας είναι 100% εξαγωγική. Ποια πλεονεκτήματα και ποια μειονεκτήματα μπορεί να έχει αυτό σε μια χώρα που, παρά την αύξηση στις εξαγωγές, προσπαθεί να βρει ακόμα τα πατήματά της σε αυτό το κομμάτι;
Από το ξεκίνημα της η MEDBEST είχε αποκλειστικά εξαγωγικό προσανατολισμό. Ο λόγος είναι γιατί τα μεγέθη των αγορών στο εξωτερικό είναι πολύ μεγαλύτερα από την εγχωρία αγορά και επομένως μπορούν να απορροφήσουν μεγαλύτερο όγκο προϊόντων. Το μοντέλο της MEDBEST βασίζεται στον όγκο ο οποίος παρέχει οικονομίες κλίμακας και κάνει τα προϊόντα πιο ανταγωνιστικά και πιο προσιτά στους καταναλωτές. Ένα βασικό όμως μειονέκτημα, η δυσκολία αν θέλετε, είναι ότι αντιμετωπίζουμε ανταγωνισμό όχι μόνο από εγχώριες εταιρείες αλλά και από εταιρείες που παράγουν παρόμοια προϊόντα σε όλη τη Μεσόγειο (Ιταλία, Ισπανία, Αίγυπτος, Τουρκία κλπ.) αλλά και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Για να αντιμετωπίσει κάνεις αυτόν τον παγκόσμιο ανταγωνισμό πρέπει να έχει τα απαραίτητα συγκριτικά πλεονεκτήματα, την οργάνωση και την συνεχή στόχευση στην επίτευξη του αποτελέσματος.
Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, δραστηριοποιείστε πολύ στην εξαγωγή ελιάς, την οποία λατρεύουν οι ξένοι. Υπάρχει κάποιο άλλο ελληνικό προϊόν το οποίο βλέπετε ότι αρχίζει σταδιακά να ανεβαίνει;
Είναι γεγονός ότι προσωπικά πάντα πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω στις δυνατότητες και το μέλλον της Ελληνικής επιτραπέζιας ελιάς. Αυτό γιατί οι Ελληνικές ελιές είναι αδιαμφισβήτητα οι καλύτερες ελιές σε όλο τον κόσμο. Αυτό ευτυχώς δεν είναι μόνο η προσωπική μου γνώμη, αλλά ισχύει σαν γενική παραδοχή από όλους τους ειδικούς και τους καταναλωτές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η ευρεία αποδοχή της Ελληνικής Ελιάς στο εξωτερικό και η μεγάλη αύξηση των εξαγωγών της σε όλο τον κόσμο τα τελευταία 20 τουλάχιστον χρόνια το αποδεικνύουν. Από την αρχή της, η MEDBEST στήριξε τις Ελληνικές ελιές που είναι η βασικότερη πρώτη ύλη για δεκάδες προϊόντα της. Πέραν της ελιάς όμως υπάρχουν σίγουρα αρκετά ακόμα Ελληνικά προϊόντα που έχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι του ανταγωνισμού και εξαγωγικό μέλλον. Φυσικά ψηλά στην λίστα βρίσκεται το Ελληνικό Ελαιόλαδο που είναι γνωστό για την υψηλή ποιότητα του, αν και δεν έχει ακόμα καταφέρει να καθιερωθεί ισότιμα στις αγορές απέναντι στα Ελαιόλαδα άλλων Μεσογειακών χωρών όπως η Ιταλία και η Ισπανία. Επίσης τα Ελληνικά τυριά και κυρίως η φέτα Π.Ο.Π. είναι παγκόσμια αναγνωρισμένη ως η ποιοτικότερη όλων, αλλά αντιμετωπίζει ισχυρό και αθέμιτο ανταγωνισμό από άλλες Ευρωπαϊκές και μη χώρες. Τα Ελληνικά κονσερβοποιημένα φρούτα θεωρούνται επίσης εξαιρετικά και έχουν σημαντική παρουσία στα ράφια του εξωτερικού. Άλλα Ελληνικά προϊόντα που ήδη εξάγονται αλλά πιστεύω ότι μπορούν να αυξήσουν την παρουσία τους στο εξωτερικό είναι τα ποιοτικά μας κρασιά, το ποιοτικό μέλι, τα προϊόντα ζύμης, και τα διάφορα snacks που τελευταία παράγονται στην Ελλάδα και είναι πραγματικά ενδιαφέροντα.
Αξίζει όμως να αναφερθώ και στην ανάγκη ανάπτυξης και εξαγωγικής προσπάθειας βιολογικών προϊόντων. Η Ελλάδα ως μια μικρή παραγωγικά χώρα πρέπει να εστιάσει περισσότερο στην παραγωγή βιολογικών προϊόντων που αποτελούν μια παγκόσμια τάση που όσο πάει και μεγαλώνει. Ειδικά μετά την Πανδημία βλέπουμε μια μεγάλη στροφή των καταναλωτών, ειδικά στις αναπτυγμένες αγορές, σε φυσικά υγιεινά προϊόντα τροφίμων χωρίς συντηρητικά και χημικά πρόσθετα και επίσης ένα σημαντικό μέρος αυτών στα πιστοποιημένα βιολογικά. Τέλος, μια νέα σχετικά τάση που τείνει να αναπτυχθεί είναι τα προϊόντα vegan που προτιμώνται από τους καταναλωτές που θέλουν να μειώσουν την κατανάλωση ζωικών τροφίμων με σκοπό την βελτίωση της υγείας τους.
Ποια είναι τα σχέδιά σας για το υπόλοιπο 2022; Θα δώσετε σε κάποιο ιδιαίτερο κομμάτι το βάρος σας;
Το 2022 θα είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη χρόνια για την εταιρεία μας όπως και για πολλές άλλες στον κλάδο μας. Έχουμε να αντιμετωπίσουμε πολλές προκλήσεις σε πολλά και διαφορετικά μέτωπα. Κατ’ αρχήν έχουμε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες μιας από τις χειρότερες σοδειές επιτραπέζιας ελιάς τα τελευταία 25 χρόνια. Αυτό γιατί και οι τρεις βασικές ποικιλίες Ελληνικών ελιών (Καλαμών, Χαλκιδικής και Αμφίσσης) παρουσίασαν από μικρή έως πολύ μικρή σοδειά. Ως αποτέλεσμα έχουμε πολύ μειωμένες διαθέσιμες ποσότητες σε πολύ υψηλές τιμές, που μας κάνουν λιγότερο ανταγωνιστικούς σε σχέση με άλλες χώρες. Επιπλέον των αυξημένων τιμών στις βασικές μας πρώτες ύλες, όπως προανέφερα έχουμε μεγάλες αυξήσεις στο συνολικό κόστος παραγωγής (ενέργεια, υλικά συσκευασίας κλπ.) και μεγάλες ελλείψεις η καθυστερήσεις σχεδόν στα πάντα. Τέλος, η παγκόσμια κρίση στις μεταφορές και το υψηλότατο κόστος επιβαρύνουν την ήδη δύσκολη κατάσταση των εξαγωγών. Επομένως, σε αυτή την ερώτηση θα απαντήσω ότι το βάρος θα δοθεί στην διατήρηση όσο γίνεται του όγκου των εξαγωγών μας και των θέσεων μας στις αγορές, έστω και αν τα κέρδη μας μειωθούν στην προσπάθειά μας αυτή.