Η ελληνική οικονομία ήταν και εξακολουθεί να παραμένει, η οικονομία με τον υψηλότερο μέσο εβδομαδιαίο αριθμό ωρών εργασίας σε σχέση με την ΕΕ-15, την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, όπως επισημαίνεται στην εβδομαδιαία έκθεση της Eurobank. Στο 3ο τρίμηνο του 2014, ο μέσος Έλληνας εργαζόμενος δούλευε κατά μέσο όρο περίπου 5,5 περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως από τον αντίστοιχο μέσο ευρωπαίο. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το επίπεδο της εγχώριας παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών μπορεί να ερμηνευτεί ως ένδειξη χαμηλής παραγωγικότητας.
Από το 1ο τρίμηνο του 2008 μέχρι και το 3ο τρίμηνο του 2014, ο μέσος εβδομαδιαίος αριθμός ωρών εργασίας παρουσίασε πολύ μικρές μεταβολές, για παράδειγμα το μέγιστο είναι στις 42,6 ώρες ενώ το ελάχιστο είναι στις 41,8. Το στοιχείο αυτό, σύμφωνα με τους αναλυτές της Eurobank, αποδεικνύει, ότι η προσαρμογή προς ένα νέο σημείο ισορροπίας στην αγορά εργασίας επηρέασε περισσότερο την απασχόληση σαν απόλυτο μέγεθος (π.χ. αριθμός απασχολούμενων) παρά την έντασή της, δηλαδή ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο. Αυτή η πολύ μικρή μεταβλητότητα ήταν αποτέλεσμα τόσο των μεταβολών στον τομέα της ζήτησης εργασίας όσο και των μεταβολών στον τομέα της προσφοράς εργασίας.