Είναι οι "εργαζόμενοι με συμβάσεις ενοικίασης", ένα μοντέλο που ισχύει σε όλο τον ανεπτυγμένο οικονομικά και κοινωνικά κόσμο και ειδικά στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου καθημερινά απασχολούνται εκατομμύρια με το συγκεκριμένο σύστημα. Είναι χρήσιμο τόσο στην παραγωγικότητα όσο και στην απασχόληση, ενώ ταιριάζει στις ανάγκες της σύχρονης οικονομίας και κοινωνίας.
Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλλει τον συμφωνημένο μισθό (ΑΚ 648).
Όπως και στις υπόλοιπες συμβάσεις έτσι και στη σύμβαση εργασίας η διαμόρφωση της ενοχικής σχέσης δεν παρουσιάζεται πάντα στην τυπική (διμερή) της μορφή, αλλά είναι συνήθης η παρεμβολή και τρίτου προσώπου.
Έννοια δανεισμού εργαζομένου
Ο δανεισμός (παραχώρηση) εργαζομένου αποτελεί τριγωνική σχέση μεταξύ του εργοδότη, του εργαζομένου και του τρίτου, η οποία δημιουργείται με τη σύναψη σύμβασης μεταξύ εργοδότη και τρίτου, και έχει ως περιεχόμενο ότι ο εργαζόμενος παραχωρείται («δανείζεται») στον τρίτο, παρέχοντας προσωρινά την εργασία του σε αυτόν και όχι στον εργοδότη. Επειδή η σχέση εργασίας είναι προσωπικής φύσεως (ΑΚ 651), η συμφωνία δανεισμού του εργαζομένου στον τρίτο είναι επιτρεπτή και νόμιμη, μόνον εφόσον δοθεί η συναίνεση του ιδίου του εργαζομένου με οποιονδήποτε τρόπο, ρητό ή σιωπηρό, είτε με την αρχική σύμβαση εργασίας είτε μεταγενέστερα εν όψει του συγκεκριμένου δανεισμού (ΑΚ 361).
Η σύμβαση δανεισμού μεταξύ εργοδότη και τρίτου λειτουργεί παράλληλα με τη σύμβαση εργασίας, την οποία καταρχήν δεν επηρεάζει. Αντισυμβαλλόμενος εργοδότης παραμένει ο αρχικός εργοδότης, ο οποίος διατηρεί κατά βάση όλες τις υποχρεώσεις και δικαιώματα εκ της συμβάσεως εργασίας (π.χ. υποχρεώσεις καταβολής μισθού, παρακρατήσεως και αποδόσεως των ασφαλιστικών εισφορών, δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας κ.ο.κ.). Ο τρίτος όντας ο αποδέκτης της εργασίας του εργαζομένου κατά το διάστημα του δανεισμού, είναι αυτός που ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα, εντός πάντοτε των ορίων που προδιαγράφονται στη σύμβαση εργασίας. Το γεγονός ότι ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του στον τρίτο και όχι στον εργοδότη δημιουργεί – εκτός αντίθετης συμφωνίας - ένα πλέγμα υποχρεώσεων του τρίτου απέναντι στον εργαζόμενο (π.χ. υποχρέωση προνοίας, υποχρεώσεις από εργατικό ατύχημα που συνέβη στον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια του δανεισμού κ.ο.κ.).
Μορφές δανεισμού – Νομικό πλαίσιο
Ο δανεισμός εργαζομένου εμφανίζεται στην πράξη με μία από τις ακόλουθες μορφές:
- Γνήσιος ή ευκαιριακός δανεισμός: Ο εργαζόμενος που έχει προσληφθεί από τον αρχικό εργοδότη για να παρέχει εργασία σε αυτόν, με κοινή συμφωνία ή συναίνεσή του, παρέχει την εργασία του σε τρίτο (δανειζόμενη επιχείρηση) για προσωρινό χρονικό διάστημα και μόνο για την κάλυψη κατά κανόνα έκτακτων και ευκαιριακών αναγκών. Συνηθέστερη περίπτωση γνησίου δανεισμού είναι αυτός που συμφωνείται μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων του ιδίου ομίλου[1]. Η διάρκεια του δανεισμού συμφωνείται μεταξύ και των τριών μερών (εργοδότη, εργαζομένου, τρίτου) ή μεταξύ εργοδότη και τρίτου με τη μεταγενέστερη συναίνεση του εργαζομένου.
2. Μη γνήσιος ή κατ’ επάγγελμα δανεισμός: Η αρχική σύμβαση του εργαζομένου προβλέπει ότι ο εργαζόμενος δεν θα παρέχει την εργασία του στον αρχικό εργοδότη, αλλά προσλαμβάνεται για να παρέχει την εργασία του σε τρίτους που θα υποδεικνύει ο αρχικός εργοδότης. Ο αρχικός εργοδότης είναι επιχείρηση, της οποίας το αντικείμενο εργασιών είναι ακριβώς να παραχωρεί εργαζομένους σε τρίτους («Επιχείρηση Προσωρινής Απασχόλησης»).
2.1 Νομικό πλαίσιο: Η περίπτωση αυτή δανεισμού ρυθμίστηκε νομοθετικά στην Ελλάδα αρχικά με το Ν. 2956/2001 στον οποίο προβλέφθηκαν οι προϋποθέσεις σύστασης και λειτουργίας των λεγόμενων «Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης», προσδιορίσθηκε η έννοια της προσωρινής απασχόλησης και ρυθμίσθηκαν οι σχέσεις των εμπλεκομένων μερών. Στη συνέχεια, με το Ν. 4052/2012, ο οποίος ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2008/104, καταργήθηκε ο προγενέστερος Ν. 2956/2001.
Οι κυριότερες αλλαγές που επέφερε ο Ν. 4052/2012 στο προϊσχύσαν με το Ν. 2956/2001 καθεστώς είναι, μεταξύ άλλων:
- η αναγνώριση του δικαιώματος άσκησης επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης και σε φυσικά πρόσωπα,
- η δυνατότητα σύστασης επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης με μόνη την αναγγελία της δραστηριότητας αυτής στην αρμόδια Αρχή, χωρίς να απαιτείται πλέον η απόκτηση ειδικής άδειας, και
- η δυνατότητα επιλογής οιουδήποτε εταιρικού τύπου (με το Ν. 2956/2001 ο μόνος επιτρεπτός εταιρικός τύπος ήταν αυτός της ανώνυμης εταιρείας).
Ακολούθως, με το ν. 4093/2012 η προϋπόθεση ύπαρξης ελάχιστου κεφαλαίου ύψους εκατόν εβδομήντα έξι χιλιάδων ογδόντα τριών ευρώ (176.083,00€), που είχε αρχικώς προβλεφθεί στο Ν. 2956/2001 και διατηρηθεί με το Ν. 4052/2012, καταργήθηκε με αποτέλεσμα να ακολουθούνται ως προς το ύψος του κεφαλαίου οι γενικοί κανόνες του δικαίου των εμπορικών εταιριών με βάση τον επιλεγόμενο κάθε φορά εταιρικό τύπο.
2.2. Επιχείρηση Προσωρινής Απασχόλησης (Ε.Π.Α.) – Άμεσος Εργοδότης: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την παροχή εργασίας από μισθωτούς της σε άλλον εργοδότη (έμμεσο εργοδότη) με την μορφή προσωρινής απασχόλησης.
Οι ΕΠΑ δεν επιτρέπεται να ασκούν άλλη δραστηριότητα πέραν της ανωτέρω, με εξαίρεση: α) μεσολάβηση για εξεύρεση θέσεως εργασίας, για την οποία έχει γίνει αναγγελία έναρξής της στη Διεύθυνση Απασχόλησης και δεν έχει απαγορευτεί η άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας, β) αξιολόγηση ή και κατάρτιση ανθρώπινου δυναμικού, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, γ) συμβουλευτική και επαγγελματικό προσανατολισμό, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
H άσκηση δραστηριότητας δανεισμού εργαζομένων/προσωρινής απασχόλησης χωρίς να συντρέχουν οι κατά τα ανωτέρω νόμιμες προϋποθέσεις, αποτελεί πράξη παράνομη και επισύρει τις κάτωθι κυρώσεις:
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 128 του Ν. 4052/2012, για κάθε παράβαση των διατάξεων που αφορούν στη σύσταση και λειτουργία των Επιχειρήσεων Προσωρινής Απασχόλησης επιβάλλεται πρόστιμο, το οποίο κυμαίνεται από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ έως τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ ανάλογα με την κατηγορία και τη βαρύτητα της παράβασης. Ειδικότερα, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ευρέθησαν να ασκούν τη δραστηριότητα της προσωρινής απασχόλησης χωρίς να προβούν στην προσήκουσα αναγγελία άσκησής της στην αρμόδια προς τούτο διοικητική αρχή επιβάλλεται: i) πρόστιμο ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, ή και ii) προσωρινή διακοπή της λειτουργίας τους μέχρι τρεις (3) ημέρες, iii) προσωρινή άνω των τριών ημερών ή οριστική διακοπή της λειτουργίας τους.
Επιπλέον, όποιος θέτει σε λειτουργία ή λειτουργεί Ε.Π.Α. χωρίς να προβεί στην προσήκουσα αναγγελία άσκησης της εν λόγω δραστηριότητας στην αρμόδια προς τούτο διοικητική αρχή είτε λειτουργεί κατά παράβαση των νομίμων προϋποθέσεων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή.
2.3 Σχέση μεταξύ ΕΠΑ (άμεσου εργοδότη) και εργαζομένου: Για την παροχή εργασίας με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης απαιτείται η προηγούμενη έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίζεται μεταξύ της Ε.Π.Α. (άμεσος εργοδότης) και του εργαζομένου και σε αυτήν πρέπει απαραιτήτως να αναφέρονται οι όροι εργασίας και η διάρκειά της, οι όροι παροχής της εργασίας στον ή στους έμμεσους εργοδότες, οι όροι αμοιβής και ασφάλισης του μισθωτού κ.ο.κ..
Η διάρκεια της τοποθέτησης του μισθωτού στον έμμεσο εργοδότη, στην οποία περιλαμβάνονται και οι ενδεχόμενες ανανεώσεις που γίνονται εγγράφως, δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από τους τριάντα έξι (36) μήνες και σε περίπτωση υπέρβασης επέρχεται μετατροπή της υπάρχουσας σύμβασης σε αορίστου χρόνου με τον έμμεσο εργοδότη.
Αντισυμβαλλόμενος εργοδότης παραμένει η ΕΠΑ, η οποία διατηρεί όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του εργοδότη (π.χ. υποχρέωση καταβολής μισθού, δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης κ.ο.κ.). Ο νόμος, όμως, λαμβάνοντας υπόψιν τις ιδιαιτερότητες της προσωρινής απασχόλησης και με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων του εργαζομένου προβλέπει ότι η Ε.Π.Α. και ο έμμεσος εργοδότης είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνοι έναντι του μισθωτού για την ικανοποίηση των μισθολογικών δικαιωμάτων του και για την καταβολή των ασφαλιστικών του εισφορών. Η ευθύνη αυτή του έμμεσου εργοδότη αναστέλλεται, εφόσον με τη σύμβαση προβλέπεται ότι υπόχρεος για την καταβολή των αποδοχών και των ασφαλιστικών εισφορών είναι ο άμεσος εργοδότης και τα μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα του μισθωτού μπορούν να ικανοποιηθούν από την κατάπτωση των κατά το άρθρο 126 του Ν. 4052/2012 εγγυητικών επιστολών (επικουρική ευθύνη έμμεσου εργοδότη).
Θεμελιώδους σημασίας είναι η αρχή της ίσης μεταχείρισης που επιβάλλει ο νόμος προς προστασία των προσωρινά απασχολούμενων εργαζομένων. Σύμφωνα με το άρθρο άρθρου 117 του ν. 4052/2012, «οι βασικοί όροι εργασίας των εργαζόμενων με σύμβαση ή σχέση εργασίας προσωρινής απασχόλησης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι αποδοχές, κατά τη διάρκεια της τοποθέτησης τους στον έμμεσο εργοδότη είναι τουλάχιστον αυτοί που θα εφαρμόζονταν αν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον εν λόγω εργοδότη (τον έμμεσο εργοδότη) για να καταλάβουν την ίδια θέση».
2.4 Σχέση μεταξύ ΕΠΑ και έμμεσου εργοδότη: Μεταξύ της ΕΠΑ (άμεσου εργοδότη) και έμμεσου εργοδότη συνάπτεται εγγράφως σύμβαση παροχής υπηρεσιών, δυνάμει της οποίας η ΕΠΑ αναλαμβάνει έναντι του έμμεσου εργοδότη την υποχρέωση να του παραχωρεί μισθωτούς της με τους οποίους συνδέεται με σύμβαση προσωρινής απασχόλησης, ώστε να του παρέχουν την εργασία τους, ο δε έμμεσος εργοδότης να της καταβάλει ένα καθορισμένο ποσοστό επί του κόστους της προσωρινής απασχόλησης των εργαζομένων ως αμοιβή για την εύρεση προσωπικού, την εκπαίδευση ή κατάρτιση και τη διαχείριση των διαδικασιών πρόσληψης, ασφάλισης και πληρωμής των μισθωτών. Η αμοιβή της Ε.Π.Α., κατά κανόνα, περιλαμβάνει το κόστος των αποδοχών του εργαζομένου που παραχωρείται και της εν γένει διαχείρισης της εργασιακής σχέσης (ασφαλιστικές εισφορές, κόστος εκπαίδευσης κ.ά.) καθώς και το επιχειρηματικό κέρδος της Ε.Π.Α. Αξίζει να σημειωθεί ότι η υποχρέωση της Ε.Π.Α. βάσει της ανωτέρω σύμβασης αφορά την παραχώρηση προσωπικού με τα απαραίτητα και κατάλληλα προσόντα για την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας. Ως εκ τούτου, η Ε.Π.Α. δεν ευθύνεται για τυχόν πλημμελή εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής εργασίας από τον εργαζόμενο και φέρει ευθύνη μόνο για τη διάθεση και επιλογή του κατάλληλου για τη συμφωνημένη θέση προσωπικού καθόλη τη διάρκεια της παραχώρησης.
2.5 Σχέση μεταξύ εργαζομένου και έμμεσου εργοδότη: Χαρακτηριστικό της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ εργαζομένου και έμμεσου εργοδότη είναι η έλλειψη συμβατικού δεσμού. Ο εργαζόμενος συνδέεται συμβατικά μόνο με την Ε.Π.Α.. Κατά την ορθότερη άποψη, η σύμβαση εργασίας μεταξύ ΕΠΑ και εργαζομένου συνιστά γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου και συνεπώς ο έμμεσος εργοδότης αποκτά ευθέως άμεσο και αυτοτελές δικαίωμα να αξιώσει από τον εργαζόμενο την εκπλήρωση της παροχής του (ΑΚ 410 επ.).
Όπως προαναφέρθηκε, εκ του γεγονότος ότι ο εργαζόμενος εντάσσεται κατά την εκτέλεση της εργασίας του στην εκμετάλλευση της τρίτης επιχείρησης δημιουργείται ένα πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ του εργαζομένου και του έμμεσου εργοδότη.
Ένα από τα κυριότερα είναι το γεγονός ότι ο έμμεσος εργοδότης κατόπιν της παραχώρησης του μισθωτού είναι αυτός που ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα εντός πάντοτε των ορίων της σύμβασης εργασίας.
Γκρίζες ζώνες: Συμβάσεις έργου που υποκρύπτουν παράνομη προσωρινή απασχόληση
1.1 Στη σύγχρονη οικονομική ζωή μεγάλη ανάπτυξη γνωρίζει η ανάθεση, βάσει συμβάσεων έργου ή παροχής υπηρεσιών, σε τρίτους συγκεκριμένων δραστηριοτήτων και λειτουργιών της επιχείρησης, οι οποίες προηγουμένως εκτελούνταν από τμήματα της ίδιας της επιχείρησης και με το δικό της προσωπικό (“outsourcing”). Τέτοιες δραστηριότητες είναι π.χ. οι υπηρεσίες καθαριότητας, τεχνικής υποστήριξης (IT services), φύλαξης και ασφάλειας του κτιρίου κ.λπ. Ολοένα και πιο συχνά εμφανίζεται στην πράξη το φαινόμενο οι τρίτες επιχειρήσεις – εργολάβοι να εκτελούν τις ανατιθέμενες δραστηριότητες με προσωπικό τους εντός των εγκαταστάσεων της επιχείρησης (“inhouse – outsourcing”).
1.2 Οι νομοθετικοί περιορισμοί, οι προστατευτικές για τους εργαζόμενους διατάξεις καθώς και η αναγνώριση ευθυνών σε βάρος της επιχείρησης στην οποία παραχωρείται ο εργαζόμενος δημιούργησαν θα λέγαμε μία «κίνηση φυγής από την προσωρινή απασχόληση προς τη σύμβαση έργου», η οποία απαντάται στην πράξη υπό τις εξής δύο μορφές:
α) πολλές επιχειρήσεις – αποδέκτες των υπηρεσιών υπό το μανδύα μίας σύμβασης έργου στην πραγματικότητα προσλαμβάνουν προσωπικό αντί να αναθέτουν την εκτέλεση ενός συγκεκριμένου έργου. Απώτερος σκοπός είναι η αποφυγή των υποχρεώσεων που φέρει ο έμμεσος εργοδότης στην περίπτωση που έχει συναφθεί σύμβαση προσωρινής απασχόλησης (π.χ. επικουρική του ευθύνη για μισθολογικά δικαιώματα εργαζομένου, μετατροπή της σύμβασης σε αορίστου χρόνου με τον έμμεσο εργοδότη, αρχή της ίσης μεταχείρισης κ.ο.κ),
β) στην αντίστροφη περίπτωση επιχειρήσεις ως πάροχοι των υπηρεσιών αυτή τη φορά, χωρίς να πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου για σύσταση ΕΠΑ, προβαίνουν σε δανεισμό εργαζομένων προς τρίτες επιχειρήσεις μέσω κατ’ επίφαση συμβάσεων έργου. Απώτερος σκοπός είναι η αποφυγή τήρησης των διατάξεων που αφορούν τις προϋποθέσεις σύστασης και λειτουργίας των Ε.Π.Α..
1.3 Ιδιαίτερα κρίσιμη σε αυτήν την προβληματική είναι η διάκριση της σύμβασης έργου από τη σύμβαση παραχώρησης προσωπικού. Θα προσπαθήσουμε να σταχυολογήσουμε ορισμένα ενδεικτικά κριτήρια που διευκολύνουν τη διάκριση των δύο αυτών συμβάσεων:
- Άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος
Στην περίπτωση του κατ’ επάγγελμα δανεισμού εργαζομένων, το προσωπικό που διατίθεται από την ΕΠΑ εντάσσεται πλήρως στην εκμετάλλευση του έμμεσου εργοδότη – τρίτης επιχείρησης και υπόκειται στο διευθυντικό του δικαίωμα. Αντίθετα, στην περίπτωση της σύμβασης έργου οι εργαζόμενοι ως βοηθοί εκπλήρωσης του εργολάβου υπόκεινται πλήρως και αποκλειστικά στο διευθυντικό δικαίωμα του εργολάβου, όντες «ξένο σώμα» ως προς την τρίτη αναθέτουσα επιχείρηση.
- Ευθύνη για ζημίες που προκάλεσε το προσωπικό κατά την εκτέλεση της εργασίας
Όπως προαναφέρθηκε, η ευθύνη των ΕΠΑ εξαντλείται στην επιλογή και διάθεση του κατάλληλου προσωπικού για τη συμφωνημένη θέση για όλο το χρονικό διάστημα του δανεισμού. Τυχόν πλημμελής εκπλήρωση εκ μέρους του εργαζομένου της εργασίας του δεν συνιστά ευθύνη της ΕΠΑ. Αντίθετα, στη σύμβαση έργου, ο εργολάβος φέρει ευθύνη για ζημίες που προκάλεσε το προσωπικό του κατά την εκτέλεση της εργασίας καθώς και για τυχόν ελαττώματα ή ελλείψεις του έργου.
- Ύπαρξη οργανωτικής δομής, τεχνογνωσίας και εξοπλισμού
Οι Επιχειρήσεις Προσωρινής Απασχόλησης επιτρέπεται εκ του νόμου να έχουν ένα συγκεκριμένο και αυστηρά καθορισμένο αντικείμενο δραστηριότητας, το οποίο κατά κύριο λόγο συνίσταται στην επιλογή και διάθεση προσωπικού σε τρίτες επιχειρήσεις. Αντίθετα, ο εργολάβος διαθέτει μία αυτοτελή επιχειρηματική οργάνωση, η οποία καθιστά δυνατή την άσκηση δραστηριότητας που δεν περιορίζεται αυστηρά στην παραχώρηση προσωπικού, αλλά εκτείνεται και σε άλλα αντικείμενα τα οποία απαιτούν συγκεκριμένη υλικοτεχνική υποδομή και τεχνογνωσία.
- Εκτελούμενες εργασίες διακριτές από τα προϊόντα ή υπηρεσίες της τρίτης επιχείρησης
Στην περίπτωση του κατ΄ επάγγελμα δανεισμού εργαζομένου, το αντικείμενο της σύμβασης προσωρινής απασχόλησης είναι ουσιαστικά η προμήθεια εργασιακής δύναμης, η οποία μπορεί να διοχετευθεί και να ενταχθεί στην εν γένει παραγωγική δραστηριότητα της εταιρείας, χωρίς να διακρίνεται από τις υπηρεσίες ή τα προϊόντα της τρίτης επιχείρησης (λ.χ. εργαζόμενος που απασχολείται ως γραμματέας ενός διευθυντικού στελέχους). Αντίθετα, το έργο που αναλαμβάνει να εκτελέσει ο εργολάβος και οι υπηρεσίες που παρέχει το προσωπικό του αφορούν ένα αποτέλεσμα συγκεκριμένο και διακριτό, το οποίο μπορεί εν δυνάμει να “αποσπασθεί” από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της επιχείρησης.
Ο δανεισμός εργαζομένου και δη ο κατ΄ επάγγελμα δανεισμός μέσω των Επιχειρήσεων Προσωρινής Απασχόλησης συνιστά αναμφίβολα μία ευέλικτη μορφή απασχόλησης με πλείστα πλεονεκτήματα για τις επιχειρήσεις. Τόσο ο Έλληνας όσο και ο ενωσιακός νομοθέτης έχουν κάνει σημαντικά βήματα με σκοπό να αμβλύνουν τους κινδύνους που επιφυλάσσει αυτή η μορφή απασχόλησης στους εργαζομένους. Οι επιχειρήσεις, όμως, και εν γένει οι κοινωνοί του δικαίου είναι αυτοί που πρέπει να ενεργούν με τέτοιο τρόπο ώστε οι προστατευτικές για τους εργαζομένους διατάξεις να εφαρμόζονται απαρέγκλιτα και στην πράξη, χωρίς να παρατηρούνται δυσάρεστα φαινόμενα καταστρατηγήσεων.
[1] Βλ. σχετικά Π.Δ. 219/2000, με το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών.
Ο Βασίλης Οικονομίδης είναι ιδρυτής και Διευθύνων Εταίρος της Β. Δ. Οικονομίδης και Συνεργάτες. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, του Πανεπιστημίου του Μονάχου και του Πανεπιστημίου “Northunbria University” του Ηνωμένου Βασιλείου. Η εμπειρία του εστιάζεται σε ζητήματα εταιρικού δικαίου, διεθνούς εμπορικού δικαίου και εταιρικών μετασχηματισμών, καθώς και στον στρατηγικό σχεδιασμό και στον συντονισμό πολύπλοκων εταιρικών υποθέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, έχει εκπροσωπήσει, σε επίπεδο γνωμοδοτικό-συμβουλευτικό και δικαστηριακό, πολλούς διεθνείς και εγχώριους πελάτες που δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στους τομείς της πληροφορικής, της τεχνολογίας, των ιατροφαρμακευτικών προϊόντων και της υγείας, της ανάπτυξης και διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, του τουρισμού και της εκμετάλλευσης σκαφών αναψυχής. Έχει επίσης λάβει διάκριση από το “Chambers Europe” ως αναγνωρισμένος νομικός στον τομέα επίλυσης διαφορών.