Σε συνέντευξη που παραχώρησε σήμερα το πρωί στον Ρ/Σ του ΑΠΕ-ΜΠΕ 104,9 και στην εκπομπή «Με τα χίλια» με τον Σωτήρη Κυριακίδη, ο Νίκος Μάντζαρης υπεύθυνος ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής του WWF Ελλάς αναφέρθηκε στις δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας στο Παρίσι σχετικά με τους εθνικούς στόχους ΑΠΕ και την κλιματική αλλαγή. Μεταξύ άλλων δήλωσε:
«Οι δηλώσεις του κ. Τσίπρα στην διάσκεψη για το κλίμα που διοργάνωσε ο Εμμανουέλ Μακρόν ήταν κατώτερες των προσδοκιών και με αρκετές και σημαντικές ανακρίβειες.
Παρουσίασε ως ήδη θεσμοθετημένο τον στόχο του 50% ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή. Πρώτον, τέτοιος στόχος δεν υπάρχει. Για να θεσπιστεί πρέπει να κατατεθεί ως κομμάτι του Μακροχρόνιου Ενεργειακού Σχεδιασμού, για τον οποίο δεν υπάρχει απολύτως καμία επίσημη πρόταση από το αρμόδιο υπουργείο. Υπάρχει μόνο η διαρροή της μελέτης του τμήματος ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ όπου ομολογουμένως φαίνεται ότι το 2035 μπορεί η Ελλάδα να έχει μερίδιο ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή έως και 55%.
Δεύτερον, μπορεί ο στόχος αυτός να φαντάζει ως υψηλός αλλά δεν είναι. Το 2016 ήδη έκλεισε με μερίδιο ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή 30% ενώ σύμφωνα με την ανάλυση για τον Μακροχρόνιο Ενεργειακό Σχεδιασμό της χώρας που παρουσίασε πρόσφατα, το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών και το WWF, είναι ρεαλιστικά εφικτό να πετύχουμε διεισδύσεις ΑΠΕ ως και 67% τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2030 και μάλιστα μειώνοντας το κόστος ηλεκτροπαραγωγής σε σχέση με σενάρια που βασίζονται πιο πολύ στα ορυκτά καύσιμα, όπως αυτό που προτείνει το τμήμα ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως η κυβέρνηση πρέπει να εξετάσει και σαφώς πιο φιλόδοξα σενάρια από αυτά καθώς θα οδηγήσουν όχι μόνο σε σημαντικότατη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου αλλά θα είναι και προς όφελος των καταναλωτών.
Τρίτον, σε αντίθεση με τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού, δεν έχουμε επιτύχει ήδη τους στόχους του 2020. Σύμφωνα με την επίσημη απάντηση του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε πρόσφατη κοινοβουλευτική ερώτηση, η Ελλάδα βρισκόταν το 2015 σε ποσοστό ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή 22,9%, ποσοστό που βρίσκεται πολύ μακριά από τον στόχο του 40% ΑΠΕ ως το 2020 που θεσμοθετήθηκε με τον νόμο 3851/2010. Δεν υπάρχει απολύτως καμία δυνατότητα δε, μεταξύ 2015 και 2020 να διπλασιάσουμε σχεδόν την εγκατεστημένη ισχύ ΑΠΕ για να πιάσουμε τον στόχο αφού απαιτούνται, τα επόμενα 2 χρόνια, περίπου 4 γιγαβάτ επιπλέον ισχύος ΑΠΕ. Αν ο πρωθυπουργός εννοούσε τη συμμετοχή ΑΠΕ γενικότερα στην τελική κατανάλωση ενέργειας τότε και πάλι είμαστε μακριά από το 20% που θέσπισε ο νόμος 3851/2010, ενώ στην τελευταία ΔΕΘ ο αρμόδιος Γενικός Γραμματέας Ενέργειας, εκτίμησε ότι δεν θα καταφέρουμε να πιάσουμε ούτε τον χαμηλότερο στόχο του 18% που έχει θεσπιστεί για την Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι δηλώσεις αυτές βρίσκονται σε σύμπνοια και με αντίστοιχες του κ. Σταθάκη και δεν μπορούν παρά να ενταχθούν στο πλαίσιο μιας προσπάθειας καλλιέργειας ενός προοδευτικού, φιλο-κλιματικού προφίλ της σημερινής κυβέρνησης. Όμως τα στοιχεία και τα γεγονότα είναι εντελώς διαφορετικά.
Δεν είναι όμως προοδευτικό να είσαι η κυβέρνηση που χτίζει μία από τις ελάχιστες νέες λιγνιτικές μονάδες στην ΕΕ, η οποία θα λειτουργεί για τα επόμενα τουλάχιστον 30 χρόνια, τη στιγμή που οι υπόλοιποι εταίροι της Ελλάδας στην ΕΕ, ο ένας μετά τον άλλο δεσμεύονται για ολική απεξάρτηση από το κάρβουνο ως το 2025 ή το 2030.
Δεν είναι προοδευτικό να συζητά κανείς σοβαρά την κατασκευή και δεύτερης νέας λιγνιτικής μονάδας στη Μελίτη αλλά και για επέκταση λειτουργίας των παλιότερων. Ο λιγνίτης είναι το πιο ρυπογόνο καύσιμο στον πλανήτη και η ΔΕΗ με τη στήριξη της κυβέρνησης πασχίζει να το διατηρήσει στη ζωή, τη στιγμή που όχι μόνο τα περιβαλλοντικά αλλά και τα αμιγώς οικονομικά δεδομένα δείχνουν ότι αυτή η προοπτική θα είναι η πιο ακριβή για τους καταναλωτές.
Αν η κυβέρνηση ενδιαφέρεται πραγματικά για την ουσιαστική συνεισφορά της χώρας στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αλλά και για το καλό της ΔΕΗ, πρέπει σε συνεργασία με τους θεσμούς να την απεμπλέξει από την κατασκευή της πανάκριβης νέας λιγνιτικής μονάδας στην Πτολεμαΐδα, η οποία πλέον, μετά την απόρριψη του αιτήματος χορήγησης δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών, είναι ξεκάθαρα ΚΑΙ οικονομικά παράλογη.
Πρέπει επίσης να ματαιώσει καθαρά και χωρίς περιστροφές τα σχέδια για κατασκευή της δεύτερης νέας λιγνιτικής μονάδας στη Μελίτη και να εγκαταλείψει τα όνειρα για παράταση λειτουργίας υφιστάμενων λιγνιτικών σταθμών.
Τέλος, πρέπει να δημιουργήσει ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο για την ανάπτυξη των ΑΠΕ, που θα προσελκύσει επενδυτές ΑΠΕ από την Ελλάδα και το εξωτερικό που θέλουν να αναπτύξουν την καθαρή ενέργεια χωρίς καμία απολύτως έκπτωση στην προστασία της βιοποικιλότητας και δη της ορνιθοπανίδας.»
Πηγή: energypress.gr