Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε άρθρο του με τίτλο «Ευρώπη ξανά, με την κοινωνία σύμμαχο», που δημοσιεύεται στη γαλλική εφημερίδα Le Monde επισημαίνει ότι «μια αναπτυξιακή ατζέντα που δεν αντιμετωπίζει σοβαρά το δημοκρατικό και κοινωνικό έλλειμμα της Ευρώπης δεν ανακόπτει την παλίρροια του λαϊκισμού».
Δύο περιοχές στην Ευρώπη αναφέρει ο κ. Τσακαλώτος, οι οποίες εγείρουν ανησυχίες. Η πρώτη, όπως τονίζει, αφορά στο επίπεδο της πολιτικής και η δεύτερη έχει να κάνει με το πώς η εμβάθυνση της Ευρωζώνης αντιμετωπίζει το κοινωνικό ζήτημα. Για τον λόγο αυτό «οι Ευρωπαίοι πολίτες πρέπει να δουν θεσμούς που να είναι κοινωνικά δίκαιοι τόσο στις διαδικασίες όσο και στα αποτελέσματά τους» επισημαίνει.
Το πλήρες άρθρου του κ. Τσακαλώτου, το οποίο δημοσιεύτηκε σήμερα στον διαδικτυακό τόπο της Le Monde και αύριο θα κυκλοφορήσει και στην έντυπη έκδοση, έχει ως εξής:
«Είναι γεγονός ότι, μετά την εκλογή, του ο πρόεδρος Μακρόν έχει αναζωπυρώσει τη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση της Ευρώπης και ειδικότερα της Ευρωζώνης. Είναι πολύ νωρίς να πούμε συγκεκριμένα τι αποτελέσματα θα φέρει αυτή η συζήτηση δεδομένου ότι ο χρονικός ορίζοντας ανάμεσα στον σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης και τις ευρωεκλογές το καλοκαίρι του 2019 είναι σχετικά περιορισμένος.
Η μεταρρύθμιση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής της Ευρώπης είναι ένα φιλόδοξο εγχείρημα. Η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης θα βελτιώσει αισθητά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την ικανότητα αντιμετώπισης μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων, ειδικά αν ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ) αναβαθμιστεί σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (ΕΝΤ) με κάποιες εγγυητικές αρμοδιότητες. Φυσικά, ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του Βορρά εξακολουθούν να ασχολούνται με τη μείωση του κινδύνου προτού προχωρήσουν στον διαμοιρασμό των κινδύνων. Αυτό φαίνεται περίεργο δεδομένου του βαθμού στον οποίο η μείωση των κινδύνων, μέσω της Οδηγίας για την Ανάκαμψη και Εξυγίανση των Τραπεζών ("BRRD") για παράδειγμα, έχει ήδη επιτευχθεί. Και από την ελληνική πλευρά, υπήρξε ήδη πολύ μεγάλος διαμερισμός των κινδύνων καθώς το πρώτο πρόγραμμα προσαρμογής το 2010 βοήθησε τις τράπεζες της βόρειας Ευρώπης, κυρίως μέσω του προγράμματος αγοράς χρεογράφων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), το οποίο και επέτρεψε στις τράπεζες αυτές να μεταβιβάσουν τα ελληνικά ομόλογα στις κεντρικές τους τράπεζες.
Η ιδέα της δημιουργίας κάποιας μορφής αυτόματου σταθεροποιητή για τις ευρωπαϊκές οικονομίες, είτε μέσω πρόσθετων επενδύσεων, όταν ένα κράτος-μέλος αντιμετωπίζει ένα ασύμμετρο σοκ, όπως προτείνουν οι Γάλλοι, είτε μέσω ενός συστήματος καταπολέμησης της ανεργίας, όπως υποστηρίζουν οι Ιταλοί, θα συμβάλει στη σταθερότητα της πραγματικής οικονομίας. Δυστυχώς όμως, σε αυτό το στάδιο, υπάρχει συναίνεση ως προς το ότι τέτοιοι σταθεροποιητές, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες νομισματικές ενώσεις όπως οι ΗΠΑ, δεν θα περιλαμβάνουν κανένα στοιχείο δημοσιονομικών μεταβιβάσεων. Με άλλα λόγια, η χορηγούμενη βοήθεια θα έχει περισσότερο τη μορφή δανείου και όχι την μορφή αλληλεγγύης άλλων κρατών- μελών προς μια οικονομία που αντιμετωπίζει προσωρινά μεγαλύτερες δυσκολίες από ό, τι οι υπόλοιπες.
Τέλος, η ιδέα ενός Ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών είναι εξίσου σημαντική. Η σημασία της όμως θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο ένας τέτοιος υπουργός θα διαθέτει έναν προϋπολογισμό της Ευρωζώνης αλλά και αρμοδιότητες που θα ασκεί κατά την διακριτική του ευχέρεια. Είναι θέμα ζωτικής σημασίας οι μεταρρυθμίσεις αυτές, αλλά και άλλες που συζητούνται, να συνοδεύονται από ένα πλαίσιο που εξασφαλίζει μεγαλύτερη αίσθηση δημόσιας λογοδοσίας και δημοκρατικού ελέγχου. Ορισμένοι έχουν προτείνει έναν ενισχυμένο ρόλο για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, άλλοι έχουν προτείνει ότι ορισμένα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, όπως ο ΕΜΣ/ΕΝΤ, πρέπει να έχουν μια ευρύτερη εκπροσώπηση από διάφορες κοινωνικές ομάδες.
Όμως ίσως και αυτό ακόμη να μην είναι αρκετό για να συγκροτήσει μια πραγματική ευρωπαϊκή ταυτότητα και ως εκ τούτου μια δέσμευση των ευρωπαίων πολιτών στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν δύο περιοχές οι οποίες εγείρουν ανησυχίες.
Η πρώτη αφορά το επίπεδο της πολιτικής. Ο Πρόεδρος Μακρόν προσπάθησε να δημιουργήσει στη Γαλλία έναν συνασπισμό "ουράνιου τόξου" που εκτείνεται από την κεντροαριστερά ως την κεντροδεξιά, εν μέρει για να ενισχύσει το σημαντικό ευρωπαϊκό εγχείρημά του. Υπάρχει ένα ζήτημα ως προς το βαθμό στον οποίο ένας τέτοιος συνασπισμός μπορεί να εξαχθεί και να αναπτυχθεί σε κάποιο διαφορετικό ευρωπαϊκό περιβάλλον. Υπάρχει όμως και το ζήτημα του κατά πόσο αυτό είναι επιθυμητό. Η δημοκρατία τροφοδοτείται από πολιτικές, ιδεολογικές και κοινωνικές διαφορές. Παραδοσιακά, η κεντροαριστερά και η κεντροδεξιά διαφωνούν τόσο για τον βαθμό στον οποίο είναι αναγκαίος ο αναδιανεμητικός ρόλος του φορολογικού συστήματος όσο και για την αναγκαιότητα και το εύρος των δημόσιων επενδύσεων και των δημόσιων αγαθών. Ο φόβος είναι ότι οι συμμαχίες τύπου «ουράνιου τόξου», ειδικά εάν αποκτήσουν μόνιμα χαρακτηριστικά και δεν προκύπτουν μόνο ως αναγκαιότητα σε μια συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία, αποκόπτουν το οξυγόνο τέτοιων πολιτικών συζητήσεων οι οποίες όμως είναι πολύ αναγκαίες για μια ζωντανή δημοκρατία.
Η δεύτερη ανησυχία έχει να κάνει με το πώς η εμβάθυνση της Ευρωζώνης αντιμετωπίζει το κοινωνικό ζήτημα. Ορθώς, η ατζέντα του προέδρου Μακρόν ενδιαφέρεται για την αποκατάσταση μιας πιο βιώσιμης ανάπτυξης στην Ευρώπη. Προφανώς, η ατζέντα αυτή ενδιαφέρεται και για την οικονομική θέση της Ευρώπης σε σχέση με την Κίνα και τις ΗΠΑ. Αλλά όπως γνωρίζουμε καλά, μπορούμε να έχουμε ανάπτυξη χωρίς να αντιμετωπίζονται τα ζητήματα της ανισότητας και της φτώχειας. Μπορούμε να έχουμε ανάπτυξη, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας χαμηλής ποιότητας και, επιπλέον, θέσεις που δίνουν στους πολίτες χαμηλές προοπτικές αξιόλογης σταδιοδρομίας μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Αυτά τα ζητήματα όμως ενισχύουν τον δεξιό λαϊκισμό και τις εθνικιστικές φυγόκεντρες δυνάμεις στην Ευρώπη.
Είναι βέβαιο ότι δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Γκέτεμποργκ, οι πρωθυπουργοί και οι υπουργοί εργασίας συζήτησαν τη δυνατότητα ενσωμάτωσης κοινωνικών δεικτών στο ευρωπαϊκό εξάμηνο. Η ιδέα είναι ότι τα ευρωπαϊκά κράτη μέλη θα πρέπει στο μέλλον να υποβάλουν εκθέσεις προόδου, όχι μόνον όσον αφορά τη μακροοικονομική προσαρμογή και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αλλά και σε σχέση με τα κοινωνικά ζητήματα. Επιπλέον, οι πρωτοβουλίες που γίνονται στο επίπεδο του ECOFIN για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της απόκρυψης κερδών θα συμβάλουν επίσης στην παροχή περισσότερων πόρων για δημόσια αγαθά και κοινωνικές πολιτικές.
Αλλά δεν είμαι πεπεισμένος ότι όλα αυτά είναι αρκετά. Μια αναπτυξιακή ατζέντα που δεν αντιμετωπίζει σοβαρά το δημοκρατικό και κοινωνικό έλλειμμα της Ευρώπης δεν ανακόπτει την παλίρροια του λαϊκισμού. Οι Ευρωπαίοι πολίτες πρέπει να δουν θεσμούς που να είναι κοινωνικά δίκαιοι τόσο στις διαδικασίες όσο και στα αποτελέσματά τους. Χρειαζόμαστε δημιουργική σκέψη για τις κοινωνικές πολιτικές και πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι μεταρρυθμίσεις της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής είναι αρκετά φιλόδοξες ώστε να βοηθήσουν τις οικονομίες των κρατών- μελών να συγκλίνουν. Μια τέτοια σύγκλιση όμως πρέπει και να είναι και να φαίνεται, δίκαιη».