Η Ελλάδα και οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης πέρασαν ολόκληρο το Φεβρουάριο διαφωνώντας για τη διαδικασία με την οποία η χώρα θα έμενε στην επιφάνεια, αναφέρει σε σχετικό άρθρο η Wall Street Journal.
Αναμένεται όμως να περάσουν την άνοιξη διαπραγματευόμενες κάτι πολύ πιο δύσκολο: Ποιες πολιτικές μπορούν να καθησυχάσουν τόσο τους πιστωτές όσο και τον πληθυσμό.
Αυτό που καθιστά τη διαπραγμάτευση ακόμα δυσκολότερη είναι το ιδεολογικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών (με κύριο εκφραστή τη Γερμανία) ως προς το τι έχει πάει στραβά στη χώρα τα τελευταία πέντε χρόνια.
Το Βερολίνο αποδίδει την οικονομική κατάρρευση που ακολούθησε το πρόγραμμα διάσωσης μετά το 2010 στα σφάλματα που προηγήθηκαν.
Η ελληνική κυβέρνηση κατηγορεί το πρόγραμμα για το γεγονός ότι μετέτρεψε μια χρηματοοικονομική κρίση σε ασυγκράτητη ύφεση. Το να βρεθεί κοινός τόπος ανάμεσα στις δύο αυτές ερμηνείες θα είναι αποφασιστικής σημασίας για την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Και η αναζήτηση για κοινό τόπο θα πρέπει να γίνει σε τρεις «πράξεις» προκειμένου η Ελλάδα, σε αυτήν την καινούρια φάση του δράματος, να μην καταλήξει στη δραχμή.
Η πρώτη είναι να αποδεχθεί τους όρους του παιχνιδιού αναφορικά με τα προγράμματα διάσωσης, όπως σχεδιάστηκαν από τη Γερμανία. Αυτό συνέβη το Φεβρουάριο όταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ανακάλυψε ότι αν θέλει να αποφύγει μια άμεση τραπεζική κρίση και περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων θα πρέπει να αποδεχτεί τους παραλογισμούς των συνεχών ελέγχων, των μεταρρυθμίσεων και των δανειακών εκταμιεύσεων.
Η δεύτερη πράξη θα είναι η μέχρι το καλοκαίρι συμφωνία μέτρων, τα οποία θα απελευθερώσουν τη χρηματοδότηση που η χώρα χρειάζεται απεγνωσμένα. Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών θα πρέπει να συγκεκριμενοποιήσει το πρόγραμμα που έστειλε τη Δευτέρα, ανακοινώνοντας μέτρα που θα ικανοποιούν την απαίτηση των πιστωτών για μια πιο ανταγωνιστική οικονομία, ικανή να εξυπηρετήσει το τεράστιο δημόσιο χρέος της χώρας.
Δεδομένου όμως ότι η Ελλάδα επιθυμεί να παραμείνει στο ευρώ, τα ισχυρά χαρτιά βρίσκονται ακόμα στα χέρια των πιστωτών. Και σε τέσσερις μήνες είναι πιθανόν να ξαναζήσουμε την αγωνία των μεταμεσονύχτιων συμφωνιών, όπως ανέφερε ο Christian Odendahl, επικεφαλής οικονομολόγων του Κέντρου για τη Μεταρρύθμιση στην Ευρώπη, που εδρεύει στο Λονδίνο.
Η τρίτη πράξη θα είναι η συμφωνία των δύο πλευρών που θα επιτρέπει την ολοκλήρωση τόσο του παρόντος προγράμματος διάσωσης όσο και τη συμφωνία ενός νέου που θα εξασφαλίζει στην Ελλάδα την αποπληρωμή των χρεών και την έξοδό της στις αγορές ομολόγων.
Κι ενώ ο σημερινός συμβιβασμός επέβαλε αφενός στη χώρα να αποδεχτεί ότι ο μόνος τρόπος για διάσωση είναι οι όροι του υπάρχοντος προγράμματος κι αφετέρου στη Γερμανία να αποδεχτεί μια αμφισημία στις δεσμεύσεις των Ελλήνων, η ελληνική ηγεσία θα πρέπει να διαλύσει τις αμφισημίες αν θέλει να εκταμιεύσει νέα ποσά για τις δανειακές της ανάγκες.
Σε ό,τι αφορά την παρούσα τετράμηνη παράταση, το ΔΝΤ έχει εκφράσει αρκετές επιφυλάξεις και δε θα πρέπει να ξεχνά κανείς ότι η Άγκελα Μέρκελ επέμεινε στη συμμετοχή του στους θεσμούς της τρόικας, διότι δεν εμπιστευόταν τις ελεγκτικές δυνατότητες των ευρωπαϊκών οργάνων.
Έτσι, το ΔΝΤ πρόκειται να παίξει σημαντικό ρόλο στους μήνες που έρχονται ιδιαίτερα στα σημεία τριβής που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις αλλά και τις περικοπές στις συντάξεις.
Εάν τα μέτρα που προτάθηκαν ήταν δύσκολα για την προηγούμενη δεξιά κυβέρνηση, το πρόβλημα γίνεται οξύτερο για τον ΣΥΡΙΖΑ και ειδικά για την πιο ριζοσπαστική πτέρυγά του.
Η κύρια νίκη που πέτυχε η Αθήνα στις συνομιλίες είναι ότι κέρδισε τη δυνατότητα να αλλάξει τα μέτρα που προτείνει το ΔΝΤ με άλλα δικής της επιλογής. Ωστόσο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πείσει το ΔΝΤ ότι οι πολιτικές που ακολουθεί θα πετύχουν τους ευρύτερους στόχους του προγράμματος (bailout) και θα καταστήσουν την Ελλάδα ανταγωνιστικότερη.
Το ΔΝΤ αλλά και το Βερολίνο είναι σκεπτικοί, τονίζει η Wall Street Journal.