Γράφει η Μαρία Γκουρτσιλίδου
Ανακοινώθηκαν τα βασικά αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης για την στοχοθετημένη αναθεώρηση των οδηγιών της ΕΕ όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών στις online αγορές. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διενεργώντας έρευνα συγκέντρωσε τις απόψεις καταναλωτών, εθνικών ενώσεων καταναλωτών, επιχειρήσεων, εθνικών επιχειρηματικών οργανώσεων και εθνικών αρχών για πιθανές στοχευμένες νομοθετικές αλλαγές ορισμένων βασικών οδηγιών για τους καταναλωτές. Οι συμμετέχοντες, μεταξύ άλλων, τόνισαν ότι θα πρέπει να ενισχυθεί η διαφάνεια στις ηλεκτρονικές αγορές ώστε οι καταναλωτές να γνωρίζουν την ταυτότητα του εμπόρου με τον οποίο προχωρούν σε συναλλαγή, να τηρείται η ισχύουσα νομοθεσία της Ε.Ε. για τα δικαιώματα των καταναλωτών και να εξασφαλίζεται η δυνατότητα ατομικών προσφυγών σε περιπτώσεις που ο καταναλωτής έχει υποστεί ζημία.
Η έναρξη της δημόσιας διαβούλευσης ορίστηκε στις 30 Ιουνίου του 2017 και διήρκησε έως τις 8 Οκτωβρίου του 2017. Πραγματοποιήθηκε μέσω online ερωτηματολογίου και συγκεντρώθηκαν συνολικά 414 απαντήσεις. Οι 94 ήταν από μεμονωμένους πολίτες, οι 30 από καταναλωτικές οργανώσεις, οι 31 από τις Αρχές Κρατών- Μελών και οι 46 από δημόσια ινστιτούτα, δικηγορικά γραφεία και τοπικές οργανώσεις.
Οι απαντήσεις ελήφθησαν από 26 κράτη- μέλη της Ε.Ε. Δεν απάντησαν η Ιρλανδία και η Λιθουανία. Πέντε απαντήσεις προήλθαν από την Νορβηγία και την Αμερική. Ο μεγαλύτερος αριθμός απαντήσεων (165) προήλθε από την Γερμανία. Οι 103 από το σύνολο των 133 επιχειρήσεων που ανταποκρίθηκαν έχουν την έδρα τους στην Γερμανία. Ο δεύτερος μεγαλύτερος αριθμός συμμετεχόντων προήλθε από το Βέλγιο (46) αντιπροσωπεύοντας κυρίως οργανώσεις σε επίπεδο Ε.Ε. Ακολούθησε το Ηνωμένο Βασίλειο με συνολικά 40 απαντήσεις.
Στο σύνολο των 133 επιχειρήσεων, το 5% αντιπροσωπεύει αυτοαπασχολούμενους, το 35% εταιρείες με έως 9 υπαλλήλους, το 26% εταιρείες οι οποίες απασχολούν από 10 έως 49 υπαλλήλους, το 11% εταιρείες με 50 έως 249 υπαλλήλους και το 23% μεγάλες επιχειρήσεις στις οποίες ο αριθμός των εργαζομένων ξεπερνά τους 249.
Διαφάνεια στις ηλεκτρονικές αγορές
Περισσότεροι από τους μισούς πολίτες που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο (55 στους 90) δεν ήταν σίγουροι εάν αγόρασαν το προϊόν από κάποια ηλεκτρονική πλατφόρμα επιχείρησης ή από κάποιον μεμονωμένο πωλητή στο διαδίκτυο. Επίσης, οι περισσότεροι από τους μισούς (48 από τους 89) απάντησαν ότι δεν ήταν σίγουροι εάν κατά την αγορά που πραγματοποίησαν εφαρμόστηκαν οι κανόνες της Ε.Ε. για την προστασία του καταναλωτή. Περίπου το 1/3 των ερωτηθέντων απάντησε ότι υπέστη ζημία εξαιτίας αυτής της έλλειψης διαφάνειας στη συναλλαγή. Πιο συγκεκριμένα, το 43% δεν γνώριζε σε ποιον έπρεπε να απευθύνει την αξίωσή του, το 24% αντιμετώπισε άρνηση στο δικαίωμά του να αποσυρθεί από μία αγορά, ενώ για το 22% δεν έγινε δεκτό το αίτημά του για επισκευή ή αντικατάσταση ελαττωματικού προϊόντος.
Τι απάντησαν όμως από την πλευρά τους οι επιχειρηματικές οργανώσεις και οι εταιρείες; Συμφώνησαν ότι οι καταναλωτές οι οποίοι προβαίνουν σε ηλεκτρονικές αγορές θα πρέπει να γνωρίζουν την ταυτότητα του πωλητή και εάν εφαρμόζονται οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία των καταναλωτών έτσι ώστε να ξέρουν σε ποιον να απευθυνθούν σε περίπτωση προβλήματος αλλά και να είναι ενήμεροι των νόμιμων διεκδικήσεών τους.
Ας δούμε τα αποτελέσματα των απαντήσεων για τα επιχειρηματικά κόστη: Τρεις στις πέντε ηλεκτρονικές αγορές απάντησαν ότι εξαιτίας διαφοροποιήσεων στις ισχύουσες διατάξεις μεταξύ των Κρατών- Μελών αναφορικά με τη διαφάνεια στις πωλήσεις υφίστανται ζημία μέχρι κάποιο βαθμό. Δύο στις τέσσερις ηλεκτρονικές αγορές απάντησαν ότι η ζημία αυτή δεν είναι σε λογικά πλαίσια.
Δικαίωμα ατομικών προσφυγών των καταναλωτών, οι οποίοι έχουν υποστεί ζημία από αθέμιτες καταναλωτικές πρακτικές
Το 52% των ερωτηθέντων απάντησε ότι θα πρέπει να συμφωνηθεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής τι είδους προσφυγές θα πρέπει να δρομολογηθούν. Το 38% απάντησε ότι η επιλογή των προσφυγών θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο της διακριτικής ευχέρειας των Κρατών- Μελών. Όσον αφορά το κόστος των επιχειρήσεων 10 στους 12 διασυνοριακούς εμπόρους δήλωσαν πρόθυμοι να το διαχειριστούν έως κάποιο βαθμό δεδομένης της ανάγκης να υιοθετήσουν τους υπό διαφοροποίηση ισχύοντες εθνικούς κανόνες για κατάθεση προσφυγών λόγω αθέμιτων καταναλωτικών πρακτικών. Οκτώ στις 19 εταιρείες δήλωσαν ότι η ύπαρξη αυτού του κόστους είναι ένας λόγος να μην πουλούν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους σε άλλα Κράτη-Μέλη.
Κυρώσεις για παραβάσεις της καταναλωτικής νομοθεσίας
Δεκατρία από τα δεκαεπτά Κράτη-Μέλη και οι συνολικά 16 καταναλωτικές οργανώσεις που πήραν μέρος στην έρευνα υποστήριξαν ότι θα πρέπει να υπάρχουν κοινά κριτήρια για την επιβολή των προστίμων σε όλα τα Κράτη- Μέλη.