Αποφασισμένοι να κερδίσουν το «στοίχημα» της ανάδειξης της άριστης ποιότητας του ελληνικού ρυζιού εκτός των ελληνικών συνόρων, δημιουργώντας ένα ισχυρό «brand name» και λειτουργώντας σαν «ομπρέλα» τόσο για τους παραγωγούς, όσο και για το «επιχειρείν» στον κλάδο, είναι τα μέλη του νεοσύστατου Συνδέσμου Ορυζομύλων Ελλάδας.
Όπως δήλωσε η επικεφαλής του, Γεωργία Κωστηνάκη, πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της «Euricom Hellas», στον Σύνδεσμο Ορυζομύλων Ελλάδας, συμμετέχουν «οι ορυζόμυλοι της Ελλάδας που λειτουργούν νόμιμα, ήτοι 15, οι οποίοι και επεξεργάζονται το 90% της ελληνικής παραγωγής», ενώ η δημιουργία του οργάνου κρίθηκε αναγκαία, αφού, όπως είπε, «ο κλάδος μας μέχρι τώρα δεν είχε συλλογική φωνή είτε στη χώρα μας, είτε στη ΕΕ, με αποτέλεσμα να λαμβάνονται αποφάσεις για εμάς χωρίς εμάς».
Υπό το πρίσμα αυτό, η κ. Κωστηνάκη σημείωσε: «Ήρθε η στιγμή, που με συλλογικότητα και αμοιβαίες προσπάθειες όλων των εταιρειών του χώρου, θα προασπίσουμε τα συμφέροντα μας και θα δημιουργήσουμε ένα ισχυρό 'brand name'. Το ρύζι που καλλιεργείται στην Ελλάδα είναι το πιο ποιοτικό της Ευρώπης, αυτό όμως δεν είναι γνωστό. Το στοίχημα επομένως όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου του Συνδέσμου, είναι να το αναδείξουμε σε όλο τον κόσμο».
Αναφορικά με την κατάσταση στον κλάδο, η επικεφαλής του συνδέσμου σημείωσε: «Η κατάσταση των εταιρειών του κλάδου μας τα τελευταία χρόνια έχει υποστεί κάμψη, καθώς βάλλεται τόσο από την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, όσο και από εξωγενείς παράγοντες».
Όπως διευκρίνισε, η Ελλάδα σε ό,τι αφορά την ορυζοκαλλιέργεια, «έχασε αγορές όπως η Βόρεια Ευρώπη, καθώς οι συγκεκριμένες χώρες εισάγουν χωρίς δασμούς ρύζι μακρύσπερμο απευθείας από τρίτες χώρες, όπως οι Μιανμάρ και Καμπότζη, λόγω των διακρατικών συμφωνιών της ΕΕ με αυτές».
Εκφράζοντας την πεποίθηση ότι θα πρέπει η Ελλάδα να εκπροσωπείται άμεσα, μέσω του συνδέσμου, στις συνελεύσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ρύζι, η κ. Κωστηνάκη υπογράμμισε: «Είναι επιτακτική η ανάγκη πλέον να υπάρχει και η φωνή της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά όργανα, ώστε να αναδειχθούν και τα προβλήματα της ελληνικής ορυζοκαλλιέργειας σε συνεργασία με όλους τους φορείς».
Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια, τα τελευταία χρόνια, αγορές όπως η Μέση Ανατολή προσανατολίζονται πρώτα στην Ιταλία και την Πορτογαλία για να προμηθευτούν ρύζι και δευτερευόντως στην Ελλάδα, καθώς «θεωρούν το ελληνικό ρύζι χαμηλότερης ποιότητας, πράγμα που είναι λάθος και πρέπει να το ανατρέψουμε άμεσα».
Βέβαια, όπως τόνισε, στην Ελλάδα καταγράφεται μικρός ο αριθμός ποικιλιών ρυζιού που καλλιεργούνται, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να «εξαρτιόμαστε από συγκεκριμένες χώρες, όπως η Τουρκία, η οποία αγοράζει μεσόσπερμο ρύζι».
Λέγοντας ότι το 60% της ελληνικής ορυζοκαλλιέργειας φέτος είναι αυτή η ποικιλία, δηλαδή μεσόσπερμο, «μέχρι τώρα οι εξαγωγές προς την Τουρκία μπορεί να πήγαιναν πολύ καλά, όμως τις δύο τελευταίες εβδομάδες το εθνικό νόμισμα της γειτονικής χώρας έχει υποτιμηθεί, με αποτέλεσμα η ζήτηση να βαίνει μειούμενη».
Στο πλαίσιο αυτό, η κ. Κωστηνάκη υπογράμμισε την ανάγκη να καλλιεργηθούν και νέες ποικιλίες στη χώρα μας «που ενδιαφέρουν νέες αγορές, αλλά και άλλες ποικιλίες για την εγχώρια αγορά, οι οποίες μέχρι τώρα εισάγονται κυρίως από την Ιταλία, όπως το ρύζι για ριζότο».
Μιλώντας για τα προβλήματα του κλάδου στη χώρα μας, η κ. Κωστηνάκη αναφέρθηκε και στη διαφορά του κόστους χρηματοδότησης στην Ελλάδα, τονίζοντας: «πληρώνουμε τουλάχιστον το τριπλάσιο κόστος σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Ωστόσο, η ίδια φαίνεται αισιόδοξη καθώς, όπως λέει, «μπορούν να γίνουν πολλές και ουσιαστικές αλλαγές στον τομέα του ρυζιού, οι οποίες θα αποφέρουν άμεσα σημαντικά θετικά αποτελέσματα στον κλάδο μας, αλλά και στην ελληνική ορυζοκαλλιέργεια εν γενεί, αυξάνοντας την αξία του προϊόντος, αλλά και τις ποσότητες που καλλιεργούνται στην χώρα μας».
Πηγή: avgi.gr