Ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, δήλωσε ότι οι κυρώσεις κατά τα Ρωσίας είναι «ένας δρόμος που δεν οδηγεί πουθενά,» τονίζοντας ότι «μπορούμε να έχουμε μια βάσιμη συνεργασία που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να εξάγει τα αγροτικά της προϊόντα στη Ρωσία».
«Γνωρίζετε ότι τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε ένα χτύπημα στις σχέσεις αυτές (σ.σ. της Ευρώπης με τη Ρωσία) καθώς οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις δεν έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου να αποτραπεί αυτή η χωρίς νόημα πολιτική των κυρώσεων εν μέσω των εντάσεων στην Ουκρανία. Αποτέλεσμα αυτού είναι το εμπάργκο στα αγροτικά αγαθά της Ελλάδας, κάτι που έπληξε σφόδρα την ελληνική οικονομία,» πρόσθεσε ο κ. Τσίπρας.
Ο πρωθυπουργός, δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει την ένταση που δημιουργήθηκε τις πρώτες ημέρες της ανάληψης των καθηκόντων του όταν έλαβε επιστολή του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ «ο οποίος θεώρησε δεδομένη την θέση της Ελλάδας υπέρ των κυρώσεων».
«Κάλεσα τόσο αυτόν όσο και την Φεντερίκα Μογκερίνι και τους είπα: Μην σκέφτεστε ότι οι ελληνικές θέσεις είναι δεδομένες, η κατάσταση έχει αλλάξει και τώρα υπάρχει άλλη κυβέρνηση στην Ελλάδα. Και τώρα θα πρέπει να μας ρωτάτε πριν πάρετε αποφάσεις,» δήλωσε. «Δεν συμφωνούμε με τις κυρώσεις. Πιστεύω ότι αυτός είναι ένας δρόμος στο πουθενά. Στηρίζω την άποψη ότι υπάρχει ανάγκη για διάλογο και διπλωματία, θα πρέπει να καθόμαστε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να βρίσκουμε λύσεις σε μεγάλα προβλήματα.»
Επιπλέον, ο Έλληνας πρωθυπουργός επεσήμανε ότι ο οικονομικός πόλεμος είναι τακτική αδιεξόδου. «Εγώ υποστηρίζω τη διπλωματία» τονίζει. «Θεωρώ ότι οι συμφωνίες του Μινσκ και η τήρησή τους είναι σημαντικό επίτευγμα. Εκτιμώ ότι θα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια προκειμένου να σταματήσει η ένταση με Ουκρανία».
Είπε επίσης ότι στην πρώτη του συμμετοχή σε Σύνοδο Κορυφής τον Μάρτιο στις Βρυξέλλες είπε στους συναδέλφους του: «Πείτε μου πώς φαντάζεστε την αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη; Τη φαντάζεστε με τη Ρωσία απέναντί μας ή με τη Ρωσία σε διαδικασία διαλόγου και αμοιβαίας κατανόησης;». Και συνέχισε: «Δεν έλαβα απάντηση από πολλούς. Όπως νομίζω εγώ, η απάντηση είναι ξεκάθαρη: η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας πρέπει να περιλαμβάνει και τη Ρωσία».