Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι εθνικές αρχές προστασίας των καταναλωτών στην ΕΕ δημοσίευσαν τα συμπεράσματά τους σχετικά με τα 8,5 εκατομμύρια ανακλήσεις αυτοκινήτων που πραγματοποιήθηκαν στην Ένωση από τον όμιλο Volkswagen μετά το σκάνδαλο «dieselgate».
Οι προσπάθειες του ομίλου VW να καταστήσει το σχέδιο ανακλήσεων πιο αξιόπιστο και η σημαντική βελτίωση των πληροφοριών που παρέχονται στους καταναλωτές πρέπει να επιδοκιμαστούν. Το ποσοστό επισκευής αγγίζει πλέον το 80 % και ο όμιλος έχει δεσμευτεί να συνεχίσει τη δωρεάν αναβάθμιση και τη σχετική de facto εγγύηση επιδιόρθωσης των προβλημάτων που θα προκύψουν μετά την αναβάθμιση έως το τέλος του 2020. Ωστόσο, η Επιτροπή και οι αρχές προστασίας των καταναλωτών εκφράζουν απογοήτευση για το γεγονός ότι η εταιρεία δεν παρείχε πλήρη και σαφή εγγύηση για την περίπτωση προβλημάτων μετά την επισκευή.
Η κα Βιέρα Γιούροβα, επίτροπος αρμόδια για τη δικαιοσύνη, τους καταναλωτές και την ισότητα των φύλων, σχολίασε: «Εργαστήκαμε σκληρά για να ωθήσουμε τη VW στη λήψη πιο προδραστικών μέτρων έναντι των καταναλωτών στην ΕΕ που ζημιώθηκαν από το σκάνδαλο “dieselgate”. Η VW υλοποίησε το σχέδιο δράσης που μου είχε υποσχεθεί ότι θα υλοποιήσει, αλλά περιορίστηκε σ' αυτό. Το γεγονός αυτό αποτελεί ακόμη μία υπενθύμιση της ανάγκης για αυστηρότερους κανόνες σχετικά με τα μέσα ατομικής επανόρθωσης στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των συλλογικών αγωγών.»
Στα συμπεράσματά τους, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι αρχές προστασίας των καταναλωτών συμφωνούν ότι τα μέτρα που έχει λάβει μέχρι στιγμής η Volkswagen είχαν ως αποτέλεσμα θετικές εξελίξεις όσον αφορά την ενημέρωση που παρέχεται μέσω του διαδικτύου, με αναλυτικά ενημερωτικά σημειώματα υπό τη μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων και βιντεοκλίπ, σχετικά με τους λόγους που επιβάλλουν την αναβάθμιση και το πώς οι καταναλωτές μπορούν να τη ζητήσουν, καθώς και σχετικά με το μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Απ' την άλλη πλευρά, η Volkswagen δεν παρείχε πλήρη και σαφή εγγύηση ότι η αναβάθμιση δεν επηρεάζει τις επιδόσεις των αυτοκινήτων και αρνήθηκε να απλουστεύσει τους όρους υπό τους οποίους παρέχεται πρόσβαση στο μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Ο όμιλος VW έχει δεσμευτεί να απαντά σε όλα τα παράπονα που τυχόν θα έχουν οι καταναλωτές μετά την επισκευή. Οι ενδιαφερόμενοι καταναλωτές παροτρύνονται να επικοινωνήσουν με τους τοπικούς αντιπροσώπους για κάθε πρόβλημα που τυχόν αντιμετωπίσουν σε σχέση με την αναβάθμιση. Σε περίπτωση που αντιμετωπίσουν άρνηση παροχής βοήθειας, θα πρέπει να υποβάλουν επίσημη καταγγελία στα εθνικά σημεία επαφής για την ανάκληση της Volkswagen και να ενημερώσουν την εθνική τους οργάνωση καταναλωτών.
Επόμενα βήματα
Η ολοκλήρωση της εν λόγω συντονισμένης, πανευρωπαϊκής δράσης δεν σημαίνει ότι αποκλείονται περαιτέρω μέτρα από τις αρχές επιβολής του νόμου σε εθνικό επίπεδο, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες.
Ιστορικό
Μετά το σκάνδαλο «dieselgate», η επίτροπος κα Γιούροβα ζήτησε και έλαβε από τη Volkswagen, τον Σεπτέμβριο του 2016, ένα πανευρωπαϊκό σχέδιο δράσης με σκοπό να εξασφαλιστεί ότι τα αυτοκίνητα στην Ένωση που εμφανίζουν το πρόβλημα θα επισκευαστούν και ότι οι καταναλωτές θα ενημερωθούν δεόντως και δεν θα υποστούν αρνητικές συνέπειες από τη διαδικασία αυτή. Τον Ιούνιο του 2017, επειδή η διαδικασία επισκευής βραδυπορούσε, η Volkswagen παρείχε επιπλέον το αποκαλούμενο μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης, με το οποίο η Volkswagen υποσχέθηκε να επιλύει τα προβλήματα που θα προκύψουν μετά την επισκευή έως το τέλος του 2018. Η de facto εγγύηση που εμπεριέχει το μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης περιορίζεται σε 11 μέρη του κινητήρα.
Τον Σεπτέμβριο του 2017, οι εθνικές αρχές προστασίας των καταναλωτών, υπό την ηγεσία της ολλανδικής αρχής (ACM) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ζήτησαν από τη Volkswagenνα καταβάλει επιπλέον προσπάθειες. Η σημερινή έκθεση παρέχει μια επισκόπηση των αποτελεσμάτων των δράσεων που ανέλαβε η Volkswagen σε συνέχεια του αιτήματος αυτού.
Ο ενωσιακός κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών (ΣΠΚ) συνδέει τις εθνικές αρχές προστασίας των καταναλωτών στο πλαίσιο ενός πανευρωπαϊκού δικτύου για την επιβολή της νομοθεσίας. Χάρη στο πλαίσιο αυτό, η εθνική αρχή μιας χώρας της ΕΕ μπορεί να ζητήσει από την ομόλογή της σε άλλη χώρα της ΕΕ να παρέμβει σε υπόθεση διασυνοριακής παράβασης των κανόνων της ΕΕ για την προστασία των καταναλωτών.
Η συνεργασία εφαρμόζεται ως προς τους κανόνες προστασίας των καταναλωτών σε διάφορους τομείς, όπως η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, η οδηγία σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών ή η οδηγία σχετικά με την πώληση και τις εγγυήσεις καταναλωτικών αγαθών. Σύμφωνα με το πλαίσιο ΣΠΚ, οι αρχές εξετάζουν τακτικά τα ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών εντός της ενιαίας αγοράς και συντονίζουν τις δράσεις τους για την εποπτεία της αγοράς καθώς και τα τυχόν μέτρα επιβολής που λαμβάνουν. Η Επιτροπή διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών, καθώς και τον συντονισμό τους.
Γενικότερα, όταν ένας κατασκευαστής αυτοκινήτων παραβαίνει τους ενωσιακούς κανόνες σχετικά με την έγκριση τύπου, το κράτος μέλος που έχει εγκρίνει τον τύπο αυτοκινήτου πρέπει να κάνει δύο πράγματα: να διατάξει μέτρα επανόρθωσης, π.χ. ανακλήσεις, για να διασφαλιστεί ότι όλα τα οικεία αυτοκίνητα θα επιδιορθωθούν ώστε να συμμορφώνονται με τη νομοθεσία· και να επιβάλει αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις κατά του κατασκευαστή αυτοκινήτων.
Η Επιτροπή δημοσιεύει τακτικά επισκόπηση της προόδου όσον αφορά το επίπεδο των ανακλήσεων που σχετίζονται με τις εκπομπές NOx. Επιπλέον, παρακολουθεί στενά τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη για την εφαρμογή των κανόνων αυτών και έχει κινήσει συναφώς σειρά διαδικασιών επί παραβάσει, μεταξύ άλλων, κατά της Γερμανίας, του Λουξεμβούργου, της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου σε σχέση με τον όμιλο Volkswagen.
Επιπλέον, η Επιτροπή δρομολόγησε την εκ βάθρων αναθεώρηση των ενωσιακών κανόνων σχετικά με την έγκριση τύπου. Ως αποτέλεσμα της εν λόγω αναθεώρησης, από τον Σεπτέμβριο του 2020, η Επιτροπή θα μπορεί να διατάζει πανευρωπαϊκές ανακλήσεις και να επιβάλλει διοικητικές ποινές σε κατασκευαστές ή τεχνικές υπηρεσίες ύψους έως και 30.000 EUR ανά μη συμμορφούμενο όχημα.