Έως το 2038 είναι βιώσιμο το ελληνικό χρέος, σύμφωνα με το βασικό σενάριο του ΔΝΤ, όπως αναλύεται στην έκθεση του άρθρου 4. Επαναλαμβάνοντας τη γνωστή θέση του Ταμείου, ότι οι παραδοχές που έγιναν από την πλευρά των Ευρωπαίων σε ό,τι αφορά πρωτογενή πλεονάσματα και ανάπτυξη είναι πολύ αισιόδοξες, ζητά η όποια νέα κίνηση να είναι συμβατή με ρεαλιστικότερες εκτιμήσεις.
Το Ταμείο χαιρετίζει την απόφαση του Eurogroup να παρέμβει ξανά το 2032, αν αυτό απαιτηθεί, αλλά παράλληλα εκπέμπει σήμα κινδύνου, εκτιμώντας ότι υπό προϋποθέσεις αυτή η δέσμευση για παρέμβαση «μπορεί να μην είναι αρκετή».
Το θέμα της βιωσιμότητας χρέους φαίνεται μάλιστα πως, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, δίχασε το Δ.Σ. του Ταμείου. Όπως αναφέρεται στην εκτίμηση που δημοσιοποιήθηκε και συνοδεύει την έκθεση του άρθρου 4, «οι διευθυντές συμφώνησαν ότι η ελάφρυνση χρέους που χορηγήθηκε, συνδυασμένη από το μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας, θα διευκολύνει τη μεσοπρόθεσμη πρόσβαση στις αγορές».
Συνεχίζει ωστόσο συμπληρώνοντας ότι «ένας αριθμός διευθυντών εκτιμά ότι μακροπρόθεσμα αυτά τα μέτρα θα μειώσουν σημαντικά τις μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες. Πολλοί άλλοι, ωστόσο, παρατήρησαν ότι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα παραμένει αβέβαια και έδωσαν έμφαση στην ανάγκη για ρεαλιστικές παραδοχέςγια τους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων και ανάπτυξης». Ολοι πάντως χαιρέτισαν την απόφαση του Eurogroup να στηρίξει και στο μέλλον τη χώρα, αν αυτό απαιτηθεί.
Με το πακέτο ελάφρυνσης που συμφωνήθηκε, σημειώνει η έκθεση, οι μεσοπρόθεσμες ανάγκες αναχρηματοδότησης και οι τάσεις σε ό,τι αφορά την πορεία του χρέους εμφανίζονται στο βασικό σενάριο διαχειρίσιμες, αν και σε ορίζοντα δεκαετίας υπάρχουν σημαντικά ρίσκα, που σχετίζονται με την πιθανότητα μικρότερης ανάπτυξης και χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων. Το χρέος ως προς το ΑΕΠ μειώνεται, ενώ οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες παραμένουν κάτω από το όριο του 15% του ΑΕΠ κάθε χρόνο εκτός του 2018 (σ.σ. λόγω της δόσης που θα χορηγηθεί για το μαξιλάρι). Υπό αυτό το πρίσμα, εκτιμά ότι η χώρα θα μπορέσει επιτυχημένα να βγει στις αγορές.
Μακροπρόθεσμα, πάντως, υπάρχουν αμφιβολίες για το εάν αρκεί το πακέτο ελάφρυνσης χρέους. Βασική ανησυχία είναι ότι η δημοσιονομική προσαρμογή έγινε με ένα πακέτο μέτρων που πλήττει την ανάπτυξη και γι’ αυτό απαιτείται να αλλάξει το μείγμα, προκειμένου να υπάρξει καλύτερη πορεία της οικονομίας μακροπρόθεσμα, κάτι που είναι δύσκολο να γίνει δεδομένων των στόχων που έχουν τεθεί.
Στο σημείο αυτό επικαλείται την ανάγκη να προχωρήσουν οι περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο, ενώ παραδέχεται ότι η χώρα απέδειξε τα τελευταία χρόνια ότι μπορεί να πιάσει φιλόδοξους στόχους, αν και επισημαίνει ότι αυτό έχει βαρύ αναπτυξιακό κόστος.
Στην ανάλυση του ΔΝΤ, η πρόβλεψη είναι ότι δεν μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 1,5% και η μέση πραγματική αύξηση ΑΕΠ θα είναι γύρω στο 1% (ονομαστική 2,8%). Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι εκτιμούν ότι μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% (μέσος όρος) και η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ θα φτάσει το 3%.
Στις παραδοχές του το ΔΝΤ εκτιμά ότι τα έσοδα ιδιωτικοποιήσεων θα είναι 5,7 δισ. ευρώ, όσα προβλέπουν και οι Ευρωπαίοι. Σε ό,τι αφορά τα επιτόκια δανεισμού από τις αγορές, στο βασικό σενάριο του ΔΝΤ ξεκινούν από 4,5% και φτάνουν ως το 6% το 2060, ενώ η ΕΕ πιστεύει ότι ξεκινώντας από το 3,2% θα φτάσουν στο 5,2% το 2027 και θα περιοριστούν σε 4,2% το 2060.
Αν έχουν δίκιο οι Ευρωπαίοι, το χρέος είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο, σημειώνει το Ταμείο, καθώς οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες δεν υπερβαίνουν το όριο του 20% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, με βάση τις παραδοχές του ΔΝΤ στο βασικό σενάριο, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα υποχωρεί αρχικά αλλά θα αρχίσει να αυξάνει αδιάκοπα μετά το 2038. Την ίδια χρονιά, οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα ξεπεράσουν το όριο του 20% του ΑΕΠ.
Το ΔΝΤ εκφράζει αμφιβολίες σε ό,τι αφορά τη δέσμευση των Ευρωπαίων, υποστηρίζοντας ότι «η δέσμευση να δοθεί επιπλέον ελάφρυνση χρέους αν χρειαστεί, μπορεί να μην είναι αρκετή για να εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα».
Όπως εξηγεί, υπήρξε πράγματι μια πρωτοφανής στήριξη της Ελλάδας, γεγονός που δίνει αξιοπιστία στη δέσμευση του Eurogroup, αλλά την ίδια στιγμή, στο παρελθόν υπήρξαν προβλήματα εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων από τις ελληνικές κυβερνήσεις, ενώ πιθανές πολιτικές αλλαγές σε κράτη-μέλη μπορούν να περιορίσουν αυτή τη δέσμευση. Αυτό μπορεί να συμβεί σε μια στιγμή (2032) που οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα πλησιάζουν το όριο του 20%, κάτι που θα θέτει σε κίνδυνο την πρόσβαση της χώρας στις αγορές.
Αναλύοντας τους κινδύνους που μπορεί να δημιουργήσουν αρνητική δυναμική στο χρέος, το ΔΝΤ καταγράφει:
* Μια αύξηση των επιτοκίων δανεισμού κατά 90 μονάδες βάσης υψηλότερα της πρόβλεψης που θα οδηγήσει σε αύξηση του δείκτη χρέους κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τη βασική πρόβλεψη ως το 2023.
* Μείωση της μέσης ανάπτυξης κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες θα διατηρήσει πτωτική την τροχιά του χρέους, αλλά αυτό θα είναι 17% υψηλότερο το 2023 απ’ ό,τι προβλέπει το βασικό σενάριο.
*Απόκλιση από τους στόχους πλεονασμάτων κατά το ήμισυ θα αυξήσει το χρέος κατά 16%.
* Η δυναμική χρέους θα χειροτερέψει μέσα από ένα συνδυασμό των παραπάνω σοκ και θα το οδηγήσει στο 198% του ΑΕΠ το 2023, είκοσι μονάδες πάνω απ’ όσο προβλέπει το βασικό σενάριο.