140.000 είναι οι ιδιοκτήτες μεγάλης και πολύ μεγάλης ακίνητης περιουσίας, σύμφωνα με τις δηλώσεις Ε9, με αποτέλεσμα να ανατρέπονται τα πλάνα της κυβέρνησης για φορολόγηση μόνο των «εχόντων και κατεχόντων».
Πληροφορίες αναφέρουν ότι η άποψη πως θα πρέπει να θεσπιστεί ένα αφορολόγητο όριο πολύ χαμηλότερο των 150.000 ή 400.000 ευρώ, κερδίζει έντονα έδαφος.
Η αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Νάντια Βαλαβάνη, και το επιτελείο της έχουν καταστεί αποδέκτες διαπιστώσεων σύμφωνα με τις οποίες η κυβέρνηση πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο εναλλακτικές:
- Επιβολή υψηλού φόρου στην μεγάλη ακίνητη περιουσία και μόνον, της τάξεως του 1 δισ. ευρώ (περίπου 7.000 ευρώ κατά κεφαλήν σε κάθε μεγαλοϊδιοκτήτη ακινήτων). Το ύψος της περιουσίας θα καθοριστεί στις αρχές του φθινοπώρου, μετά τη μείωση των αντικειμενικών τιμών της εφορίας και μετά από την υποβολή του Ε9 για το 2015. Πρακτικά θα έμενε έτσι αφορολόγητο το 90% των ιδιοκτητών ακινήτων, αλλά τα έσοδα θα ήταν 60% μικρότερα από εκείνα του ΕΝΦΙΑ.
- Χαμηλό ατομικό αφορολόγητο όριο αξίας της ακίνητης περιουσίας, της τάξεως των 20.000-30.000 ευρώ μόλις. Από εκεί και πάνω θα υπολογίζεται φόρος που θα τον πληρώνουν όλοι.
Στην περίπτωση αυτή, οι πολύ μικρές περιουσίες μπορεί να φορολογηθούν με υψηλότερο συντελεστή φορολόγησης, που θα ξεκινάει ενδεχομένως και από 0,4%. Δηλαδή για ακίνητο αξίας 50.000 ευρώ (με αντικειμενικές τιμές που θα προσεγγίζουν κατά πολύ τις πραγματικές) και με αφορολόγητο στα 30.000 ευρώ, τότε ο ιδιοκτήτης θα καλείται να πληρώσει φόρο της τάξεως των 80 ευρώ το χρόνο.
Σημειώνεται ότι επιδιώκεται να μην υπολογίζονται στην αξία του τα χωράφια που καλλιεργούνται, βιοτεχνίες, ξενοδοχεία κλπ που θεωρούνται μέσα παραγωγής και όχι ιδιωτικός πλούτος. Επίσης δεν θα συνυπολογίζονται χέρσες εκτάσεις, πλαγιές, δασικές κλπ. Δεν θα εξαιρούνται όμως αγροτεμάχια, σπίτια στην επαρχία κλπ.
Παρότι είναι πρώιμη η λήψη αποφάσεων πριν ξεκαθαρίσει η γενικότερη αβεβαιότητα στην οικονομία και πριν φανεί τι δηλώνουν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες, η δεύτερη λύση φαίνεται να κερδίζει διαρκώς έδαφος. Καθοριστικό ρόλο θα παίξουν το ποσοστό μείωσης των αντικειμενικών τιμών ζώνης (εκτιμάται σε 20%-50% στις περισσότερες περιπτώσεις) αλλά και οι εισπρακτικές ανάγκες που τυχόν υφίστανται προς τα τέλη του έτους.
Σε αυτή την περίπτωση ο νέος φόρος δεν θα ονομαστεί Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας γιατί θα αγγίζει και την μεσαία περουσία. Δεν διαφαίνεται να μπορεί το ατομικό αφορολόγητο ανά ιδιοκτήτη να φτάσει στα 50.000 ευρώ και πάνω (με βάση τα σημερινά δεδομένα για τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων) γιατί έτσι οι μισοί τουλάχιστον δεν θα πλήρωναν φόρο και το βάρος για τους υπόλοιπους θα διπλασιαζόταν τουλάχιστον. Και έτσι ακόμα όμως, τα έσοδα δεν θα ξεπερνούσαν τα 2 δισ. ευρώ και άρα η κυβέρνηση θα έπρεπε να ανακαλύψει και άλλα ισοδύναμα μέτρα για να καλύψει την υστέρηση, στο πλαίσιο της συμφωνίας για πρωτογενή πλεονάσματα έως 1,5% του ΑΕΠ.
Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Γιάνης Βαρουφάκης απέφυγε να περιλάβει την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ στο 26σέλιδο κείμενο που απέστειλε στους θεσμούς την Τετάρτη, παρότι μάλιστα εμφανίζει σε αυτό προβλέψεις για πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3%-4% του ΑΕΠ, που θα μπορούσαν να καλύψουν τα 600 εκατ. -1 δισ. ευρώ μίας ενδεχόμενης υστέρησης στην είσπραξη, σε σχέση με τον ΕΝΦΙΑ που απέδωσε φέτος 2,6 δισ. ευρώ στα κρατικά ταμεία.