«Η Ελλάδα, υπό συνθήκες πολιτικής και μακροοικονομικής σταθερότητας και με συνέπεια και σθεναρή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, που κατά την άποψή μου είναι το πιο πιθανό σενάριο, μπορεί να γίνει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και ελκυστικές επενδυτικές υποθέσεις στην Ευρώπη» ανέφερε ο πρόεδρος της Eurobank και πρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών (ΕΕΤ) Νικόλαος Καραμούζης, μιλώντας στην ετήσια Γενική Συνέλευση της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Χρηματιστηρίων WFE, που πραγματοποιείται στην Αθήνα και φιλοξενείται από το Χρηματιστήριο Αθηνών.
Ο κ. Καραμούζης τόνισε στους εκπροσώπους των διεθνών χρηματιστηρίων ότι η Ελλάδα σήμερα έχει ορισμένα βασικά ελκυστικά επενδυτικά χαρακτηριστικά, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι είναι μία σταθερή, ειρηνική, ασφαλής και δημοκρατική χώρα, ένα «νησί» σταθερότητας στην περιοχή. Είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΟΗΕ, του ΟΟΣΑ και του ΝΑΤΟ και βρίσκεται στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, ενώ ως μέλος της Ευρωζώνης προσφέρει τα πλεονεκτήματα της νομισματικής σταθερότητας και σταθερότητας των τιμών. Ο ίδιος μίλησε, μεταξύ άλλων, για την πολιτική και κοινωνική συναίνεση υπέρ του ευρώ και των μεταρρυθμίσεων, υποστηριζόμενη από όλα τα μεγάλα πολιτικά κόμματα, μειώνοντας έτσι τον πολιτικό κίνδυνο.
Επίσης, σημείωσε ότι η ανταγωνιστικότητα, η δημοσιονομική σταθερότητα και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχουν αποκατασταθεί, ενώ το κόστος εργασίας μειώθηκε σημαντικά και θεσπίστηκαν πιο ευέλικτοι νόμοι για την αγορά εργασίας.
Αναφέρθηκε στο τεράστιο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, επενδύσεων σε υποδομές, εμπορικής ανάπτυξης δημοσίων ακινήτων και γης, το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη και προσφέρει ένα ευρύ φάσμα ελκυστικών επενδυτικών ευκαιριών, καθώς και στο ικανότατο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας.
Σύμφωνα με τον κ. Καραμούζη, σήμερα, ορισμένοι τομείς προσφέρουν ισχυρό αναπτυξιακό δυναμικό,όπως ο τουρισμός, η ενέργεια, τα τρόφιμα και η μεταποίηση, η αγροτοβιομηχανία, η ναυτιλία, οι υπηρεσίες υγείας, οι μεταφορές, η εξόρυξη ορυκτών και η διαχείριση των αποβλήτων.
Ο ίδιος επισήμανε ότι σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον, το τέλος του προγράμματος προσαρμογής δεν πρέπει να οδηγήσει σε δημοσιονομική χαλαρότητα αλλά στη δημοσιονομική πειθαρχία και σταθερότητα. Η χώρα δεν πρέπει να υποβαθμίσει τις φιλικές προς την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεις. Μία τέτοια προσέγγιση θα υπονόμευε σοβαρά την εύθραυστη αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη της αγοράς, πρόσθεσε. Αντίθετα, η Ελλάδα θα πρέπει να επιταχύνει την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων φιλικών προς την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, διατηρώντας παράλληλα τη μακροοικονομική σταθερότητα και την οικονομική συγκυρία.
Τέλος, αναφέρθηκε εκτενώς στις βασικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την τόνωση της ανάπτυξης, της εμπιστοσύνης και της αξιοπιστίας της αγοράς. Μεταξύ άλλων μίλησε για τον εκσυγχρονισμό της αναποτελεσματικής και γραφειοκρατικής δημόσιας διοίκησης, τη δημιουργία ενός πολύ ελκυστικού και φιλικού επιχειρηματικού και επενδυτικού πλαισίου, τον περιορισμό της μη βιώσιμης υπερβολικής φορολογίας που «σκοτώνει» την οικονομία, καθώς και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.