Ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, μίλησε το MNI και είπε ότι μία έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ δεν είναι η βασική υπόθεση εργασίας.
«Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο -και δουλεύουμε σκληρά, πολύ σκληρά για να το αποφύγουμε- τότε ανησυχώ για την αβεβαιότητα [που θα προκληθεί], καθώς δεν έχουμε κανενός είδους παρόμοια εμπειρία. Αλλά φυσικά θα ήταν πιο διαχειρίσιμο σε σχέση με 5-6 χρόνια νωρίτερα, κι αυτό γιατί έχουμε περισσότερους θεσμούς, το EFSF, το ESM, και επίσης κι άλλες χώρες στην Ευρώπη, όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία ή η Ισπανία έχουν κάνει τεράστιες προόδους σε θέματα προσαρμογής. Σήμερα βρίσκονται σε μια πολύ σταθερή κατάσταση, αναπτύσσονται ξανά και έχουν πολύ καλή πρόσβαση στις αγορές με χαμηλά επιτόκια. Συνεπώς, η έκθεσή τους σε ανάλογους κινδύνους είναι πολύ μικρότερη από ό,τι πριν από κάποια χρόνια.
Εξάλλου, έχουμε πλέον και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και είμαστε πολύ καλύτερα προστατευμένοι. Υπάρχει πάντως αβεβαιότητα και δεν αποτελεί για κανέναν πολιτικό στόχο το να δούμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο [Grexit, ή ελληνική χρεοκοπία] να γίνει πράξη,» δηλωσε.
Όσον αφορα το τι θα συμβεί αν η Ελλάδα δεν καταφέρει να αποπληρώσει κάποια δόση των δανείων είπε: «Δεν θα προβώ σε εικασίες. Δουλεύουμε πολύ σκληρά για να το αποφύγουμε αυτό. Οι ελληνικές αρχές έχουν επανειλημμένως κατορθώσει να βρουν ρευστότητα, περισσότερη από όση μας έλεγαν προηγουμένως, κι έτσι ελπίζω ότι αυτό θα είναι και πάλι εφικτό. Γιατί, την ίδια στιγμή, είναι αλήθεια ότι η πρόοδος στις διαπραγματεύσεις είναι πολύ αργή».
Το πρόβλημα στις διαβουλεύσεις τώρα ο Κλ. Ρέγκλινγκ το περιέγραψε ως εξής: «Ακόμα δεν έχουμε δει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο μεταρρυθμίσεων. Δεν ξέρουμε πώς θα κινηθεί ο προϋπολογισμός το 2015 και το 2016, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν πισωγυρίσματα σε κάποιες πολιτικές, κάτι που αντίκειται στη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου. Η ελληνική κυβέρνηση κάνει βήματα προς τα πίσω σε τομείς που κοστίζουν χρήματα, δηλαδή αυξήσεις σε συντάξεις, στο βασικό μισθό και στις ρυθμίσεις φορολογικών θεμάτων. Δεν βλέπω μέχρι στιγμής κάποια μέτρα [στο σχέδιο μεταρρυθμίσεων] που θα μπορούσαν να αναπληρώσουν αυτά τα κόστη». Γι' αυτά όπως υποστηρίζει θα πρέπει να βρεθούν ισόποσες εξοικονομήσεις.
Στη συνέχεια ο Κλ. Ρέγκλινγκ εκφράστηκε για τη δυνατότητα να φτάσουμε σε συμφωνία αν υπάρξουν τα αντίστοιχα αντίμετρα από την ελληνική πλευρά:
«Το Eurogroup έχει πει πολλές φορές ότι η νέα κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να προσαρμόσει κάποια μέτρα και να θέσει τις δικές της προτεραιότητες και προτιμήσεις. Αλλά στο τέλος υπάρχει ένα όριο: αν μία χώρα θέλει οι εταίροι της να χρηματοδοτήσουν το εναπομείναν χρηματοδοτικό κενό, δεν μπορεί να παίρνει μέτρα τα οποία αυξάνουν το κενό αυτό δίχως τη συμφωνία των ευρωπαϊκών κοινοβουλίων, διότι αυτά θα τους ζητηθεί να πληρώσουν και δεν πρόκειται να το κάνουν».
Ένας ακόμα λόγος που οι διαπραγματεύσεις προχωρούν τόσο αργά είναι το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν παρέχει πρόσβαση στα στοιχεία, πρόσθεσε ο πρόεδρος του EFSF, και σημείωσε ότι αυτό πρέπει να αλλάξει. Εάν οι Έλληνες αρνηθούν αυτήν την πρόσβαση, τότε δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία, είπε.
Σχετικά με την πρόοδο των συζητήσεων, ο Κλ. Ρέγκλνιγκ είπε: «Πιστεύω ότι ο απαισιόδοξος τόνος των προηγούμενων ημερών ήταν υπερβολικός. Από την άλλη μεριά, πριν από δύο εβδομάδες υπήρχε η ελπίδα ότι στη Ρίγα θα φτάσουμε στο τέλος των διαπραγματεύσεων, θέση που ήταν κι αυτή υπεραισιόδοξη. Υπήρξαν αρκετά κυκλοθυμικές διαθέσεις στις αγορές και στα ΜΜΕ, είτε υπεραισιόδοξες είτε πολύ απαισιόδοξες. Εγώ θεωρώ ότι θα πρέπει απλώς να συνεχίσουμε τη δουλειά και να παλέψουμε ώστε να φτάσουμε σε μια συμφωνία το συντομότερο δυνατό».
Το ΜΝΙ ρώτησε τον Κλ. Ρέγκλινγκ αν θα μπορούσε η Ελλάδα, όπως έχει πει ο κ. Βαρουφάκης, να παρουσιάσει σταδιακά κάποιες μεταρρυθμίσεις λαμβάνοντας κάποια ποσά μέχρι τον Ιούνιο, οπότε και θα γίνει μια συνολική συζήτηση. Σε αυτό το σημείο απάντησε ότι σύμφωνα με το Eurogroup πρέπει να υπάρξει ένα ολοκληρωμένο πακέτο [μεταρρυθμίσεων]. Όσον αφορά τον κ. Βαρουφάκη, αρνήθηκε να σχολιάσει.
Αναφορικά με την ελληνική κυβέρνηση ωστόσο ανέφερε ότι είναι καινούρια, κι ότι κανονικά όλοι θα ήταν πρόθυμοι να δώσουν σε μια νέα δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση 100 μέρες για να προσαρμοστεί. Αυτό, όπως είπε, είναι φυσιολογικό. Αλλά εδώ το πρόβλημα είναι ότι δεν περισσεύει ούτε ο χρόνος ούτε η ρευστότητα, κι έτσι οι πάντες είναι κάπως πιο ανυπόμονοι από ό,τι συνήθως. Ωστόσο υπάρχει και μια ακόμα ξεκάθαρη διαφορά: η νέα ελληνική κυβέρνηση πιστεύει ότι τα τελευταία δύο χρόνια ήταν αποτυχημένα. Οι άνθρωποι στην Ευρώπη έχουν διαφορετική άποψη.