Ένα στα δέκα σπίτια θα αναβαθμιστεί ενεργειακά μέχρι το 2030 και ένα στα δέκα αυτοκίνητα θα κινείται με ηλεκτρική ενέργεια, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ενεργειακού σχεδιασμού ως το 2030 (" Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα"), που τέθηκε σήμερα σε διαβούλευση από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Στα μέτρα πολιτικής που περιλαμβάνει ο ενεργειακός σχεδιασμός, εντάσσεται ακόμη η θέσπιση φορολογικών κινήτρων για την προώθηση εναλλακτικών καυσίμων στις μεταφορές (βιοκαύσιμα, υβριδικά, ηλεκτρικά, φυσικό αέριο, υγραέριο), καθώς και η εφαρμογή μέτρων "απόσυρσης" με δάνεια και επιχορηγήσεις για οχήματα δημόσιας χρήσης και φορτηγά. Τονίζεται συγκεκριμένα ότι "το ιδιαίτερα επιτυχημένο πρόγραμμα αντικατάστασης των επιβατικών οχημάτων και ελαφρών φορτηγών με νέα υψηλής ενεργειακής απόδοσης θα επαναληφθεί μέσω ενός ευρύτερου προγράμματος χρηματοδότησης με μικτό τρόπο (δάνειο και επιχορήγηση) για την αντικατάσταση οχημάτων δημόσιας χρήσης και εμπορευματικών οχημάτων".
Ενώ για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας προβλέπεται η εισαγωγή του θεσμού της ενεργειακής κάρτας που θα αντικαταστήσει τα υπόλοιπα μέτρα ενίσχυσης για κατανάλωση ενεργειακών προϊόντων και θα δώσει στους καταναλωτές να επιλέξουν εκείνοι τον τρόπο με τον οποίο θα καλύπτουν τις ενεργειακές τους ανάγκες.
Σε σχέση με την ανακαίνιση των κατοικιών τονίζεται ότι η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας κατά 12 δισεκατομμύρια ευρώ καθώς και τη δημιουργία και διατήρηση πάνω από 20.000 θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης. Στα μέτρα πολιτικής περιλαμβάνονται η αντικατάσταση παλαιών λεβήτων πετρελαίου με νέα σύγχρονα και πιο αποδοτικά συστήματα θέρμανσης καθώς και φορολογικά χρηματοδοτικά και πολεοδομικά κίνητρα για ενεργειακή αναβάθμιση των ιδιωτικών κτιρίων.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο για τις ενεργειακές εξελίξεις μέχρι το 2030 η χώρα μας θα υπερκαλύψει τους στόχους που θέτει η ευρωπαϊκή νομοθεσία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Συγκεκριμένα :
-το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στην τελική κατανάλωση ενέργειας το 2030 θα διαμορφωθεί σε 32% έναντι στόχου 30%. Αυτό σημαίνει ότι στον τομέα της Ηλεκτρικής Ενέργειας το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών θα ξεπεράσει το 55%.
-η τελική κατανάλωση ενέργειας θα είναι μειωμένη κατά 32% σε σχέση με την πρόβλεψη που είχε τεθεί το 2007, έναντι στόχου 30%.
-οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου θα μειωθούν κατά 31% σε σύγκριση με το 2005 έναντι στόχου 16%. Για τους τομείς που εντάσσονται στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων (ηλεκτροπαραγωγή, βιομηχανία, κ.α.) η μείωση θα φτάσει στο 63%.
Στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής προβλέπεται μείωση της εγκατεστημένης ισχύος των λιγνιτικών σταθμών κατά 1.600 μεγαβάτ το 2030 σε σχέση με το 2016 ενώ στο ίδιο διάστημα οι ανανεώσιμες πηγές θα αυξηθούν κατά 9.100 μεγαβάτ. Η ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη θα περιοριστεί στο 17% από 33% περίπου σήμερα ενώ το μερίδιο των πετρελαιοειδών στην ηλεκτροπαραγωγή μειώνεται δραστικά κατά 74% λόγω της απόσυρσης των πετρελαϊκών σταθμών που είναι εγκατεστημένοι σε μη διασυνδεδεμένα νησιά τα οποία πρόκειται να διασυνδεθούν με το ηπειρωτικό σύστημα. Το μερίδιο του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή αναμένεται επίσης να μειωθεί από 26% το 2016 σε 17% το 2030. Τη μεγαλύτερη αύξηση στην παραγωγή Ηλεκτρικής Ενέργειας προβλέπεται να σημειώσουν οι αιολικοί και φωτοβολταϊκοί σταθμοί με ποσοστά 190 και 168% αντίστοιχα το 2030 σε σχέση με το 2016.
Αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας αναμένεται στη βιομηχανία κυρίως λόγω της αναμενόμενης ανάπτυξης, αλλά με μετατόπιση της κατανάλωσης από πετρελαϊκά προϊόντα προς το φυσικό αέριο και τον ηλεκτρισμό.
Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα εκτιμά ότι σε περίοδο 2020 - 2030 θα πραγματοποιηθούν επενδύσεις συνολικού ύψους 32,7 δισεκατομμυρίων ευρώ στην ενέργεια.