«Τυχόν αναπροσαρμογή των αποδοχών των διαφόρων κατηγοριών προσωπικού της Γενικής Κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων και των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, συναρτάται και προσδιορίζεται από τις εκάστοτε επικρατούσες δημοσιονομικές συνθήκες» σημειώνει στην απάντησή του, σε ερώτηση του βουλευτή Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας κ. Μάξιμου Χαρακόπουλου, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κ. Δημήτριος Μάρδας. Σχολιάζοντας την απάντηση, ο Θεσσαλός πολιτικός, τονίζει ότι «είναι προφανές πως βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τις προεκλογικές υποσχέσεις των κομμάτων της σημερινής συγκυβέρνησης».
Η ερώτηση του κ. Χαρακόπουλου και άλλων πέντε βουλευτών της ΝΔ, είχε κατατεθεί με αφορμή την αποκάλυψη εγγράφου της Διεύθυνσης Εισοδηματικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο ανέφερε ότι «τυχόν περαιτέρω αύξηση των αποδοχών και συντάξεων των Στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τον δημοσιονομικό προγραμματισμό της χώρας». Στον κοινοβουλευτικό έλεγχο, που άσκησαν οι ερωτώντες νεοδημοκράτες βουλευτές, υπήρχε, επίσης, ερώτημα προ το υπουργείο Οικονομικών εάν αποκλείεται, βάσει των όσων αναγράφονται στο έγγραφο, ρητά και κατηγορηματικά, το ενδεχόμενο μελλοντικής μείωσης των αποδοχών των Στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Στο ερώτημα αυτό δεν υπήρξε απάντηση.
Σε ότι αφορά την υλοποίηση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας που δικαίωνε τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων ο κ. Μάρδας αναφέρει ότι «το υπουργείο Οικονομικών συμμορφούμενο προς τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, αφού έλαβε υπόψη την παρούσα δημοσιονομική κατάσταση και τις υποχρεώσεις της χώρας, προέβη με τις διατάξεις του άρθρου 86 του ν. 4307/2014 (ΦΕΚ Α΄/246) σε αναδρομική, από 01.08.2012, επαναρρύθμιση του ειδικού μισθολογίου των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Ειδικότερα, με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του ιδίου άρθρου και νόμου, οι αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας αυξήθηκαν αναδρομικά, από 01.08.2012, καταργουμένων από την εν λόγω ημεροχρονολογία των διατάξεων των περιπτώσεων 31, 32 και 33 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ΄ του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α΄/222)».