Διευκρινίσεις για την εικόνα που παρουσιάζουν οι αριθμοί που αναφέρθηκαν στη Βουλή, στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, δίνει με ανακοίνωσή του ο ΣΦΕΕ.
Πιο συγκεκριμένα,
Για το 2018, αναφέρθηκε ότι:
* Το 2018 υπήρξε ενίσχυση κατά 190 εκατ. ευρώ της δαπάνης για το Νοσοκομειακό φάρμακο.
* Το πρώτο 11μηνο του 2018, 852.000 ανασφάλιστοι συνταγογραφήθηκαν για φάρμακα αξίας 205 εκατ. ευρώ.
Για το 2019 αναφέρθηκε:
* Παροχή εγγυημένης υγειονομικής φροντίδας για τους ανασφάλιστους – το 1/3 με μηδενική συμμετοχή στα φάρμακα λόγω χαμηλού εισοδήματος.
* Μείωση συμμετοχής στα φάρμακα για ειδικές κατηγορίες χρονίων παθήσεων (ψωρίαση, φλεγμονώδης νόσος του εντέρου).
* Δωρεάν χορήγηση στους ογκολογικούς ασθενείς των συμπληρωματικών φαρμάκων που σχετίζονται με τη θεραπεία και τις παρενέργειες της.
Ο ΣΦΕΕ θα ήθελε να διευκρινίσει τα εξής:
1. Η ενίσχυση κατά 190 εκατ. ευρώ της δαπάνης για το Νοσοκομειακό Φάρμακο προέρχεται αποκλειστικά από τα ποσά που επιστρέφουν οι φαρμακευτικές εταιρείες με τη μορφή υποχρεωτικών επιστροφών (clawback). Η Πολιτεία δεν έχει συνεισφέρει ούτε ένα ευρώ σε αυτή την ενίσχυση!
2. Η κάλυψη των ανασφάλιστων με 205 εκατ. ευρώ γίνεται αποκλειστικά με τα ποσά που επιστρέφουν οι φαρμακευτικές εταιρείες με τη μορφή clawback. Η Πολιτεία και πάλι δεν συνεισφέρει ούτε ένα ευρώ για τα φάρμακα των ανασφαλίστων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το συνολικό μέγεθος των χρηματικών επιστροφών από την φαρμακοβιομηχανία κατά το 2018 εκτιμάται πως θα ανέλθει στα 1,4 δισ. ευρώ.
3. Χαιρετίζουμε την εγγυημένη φροντίδα για του ανασφάλιστους για το 2019, καθώς και τη μείωση συμμετοχής σε ειδικές κατηγορίες χρονίως πασχόντων. Απουσιάζει παντελώς, όμως, η ενημέρωση για το πώς θα χρηματοδοτηθεί η παροχή αυτή. Δεν ακούσαμε ότι η Πολιτεία θα αυξήσει τη δαπάνη με βάση τις πραγματικές ανάγκες, αλλά και τις προτεραιότητες της κοινωνικής της πολιτικής.
4. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το ύψος αυτών των παροχών, γεγονός που καταστρατηγεί τη διαφάνεια και την προβλεψιμότητα. Είναι αδύνατον και αυτό το βάρος να πέσει πάλι στους ώμους της βιομηχανίας με τη μορφή αυξημένων επιστροφών με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται, όπως απειλή για τις θέσεις εργασίας στον κλάδο, και το κυριότερο, κίνδυνο για την πρόσβαση των ασθενών στα φάρμακά τους.