Το υπουργείο Εργασίας επιδιώκει έως το τέλος του Μαρτίου να προχωρήσει στη νομοθέτηση της ρύθμισης των χρεών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, ώστε η σχετική πλατφόρμα να ανοίξει τον Απρίλιο. Αυτό δήλωσε η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου, η οποία επισκέπτεται τη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να ενημερωθεί για την πορεία υλοποίησης των κυβερνητικών πολιτικών του χαρτοφυλακίου της στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας.
Η κ. Αχτσιόγλου συμμετείχε σε σύσκεψη με τους επικεφαλής του ΟΑΕΔ, του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕπΕ) και του ΕΦΚΑ στην περιφέρεια, που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της υφυπουργού Εσωτερικών (Μακεδονίας- Θράκης) Ελευθερίας Χατζηγεωργίου.
«Η ρύθμιση των χρεών προς τα ασφαλιστικά ταμεία -θα είναι ξεχωριστές οι ρυθμίσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία και την εφορία- θα προχωρήσει κανονικά, θα είναι μια ρύθμιση που θα περιλαμβάνει και κούρεμα βασικής οφειλής, κούρεμα προσαυξήσεων κατά 85% και αυτή η νέα οφειλή, που θα διαμορφώνεται, θα αποπληρώνεται σε έως 120 δόσεις, με ελάχιστο ποσό δόσης τα 50 ευρώ», ανέφερε η υπουργός. Επισήμανε, δε, πως πρόθεση του υπουργείου είναι η ρύθμιση να συμπεριλάβει και όσους έχουν κλείσει τα βιβλία τους, «άρα όχι μόνο τους ενεργούς επαγγελματίες». «Νομίζω», εκτίμησε, «ότι μέχρι το τέλος Μαρτίου θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε στη νομοθέτηση, ώστε και η πλατφόρμα να αρχίσει να "τρέχει" και να ρυθμίζουν τις οφειλές τους οι πολίτες από αρχές Απριλίου».
«Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουμε σχεδιάσει πολιτικές για την ανεργία, υπάρχουν νέας γενιάς προγράμματα του ΟΑΕΔ, ήλθα να δω πώς απορροφώνται στην περιοχή, πώς εξειδικεύονται, αν υπάρχουν ιδιαιτερότητες που πρέπει να λάβουμε υπόψη. Ομοίως, για τα ζητήματα του ΕΦΚΑ, το μείζον ζήτημα της εκκαθάρισης των εκκρεμών συντάξεων, να δούμε πώς ακριβώς προχωράει στη Θεσσαλονίκη, αν υπάρχουν συγκεκριμένα προβλήματα στα καταστήματα και τι μπορούμε να κάνουμε. Αντίστοιχα, με το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας να επικεντρωθούμε κυρίως στο πώς εφαρμόζεται ο νέος αυξημένος κατώτατος μισθός, αν υπάρχουν παρεκκλίσεις, αν υπάρχει συμμόρφωση από τις επιχειρήσεις», εξήγησε η υπουργός.
Ερωτηθείσα για τον βαθμό συμμόρφωσης των επιχειρήσεων, σε σχέση με την αύξηση του κατώτατου μισθού, η υπουργός γνωστοποίησε ότι «στη συνολική εικόνα από όλη την Ελλάδα έχουμε πολύ καλή συμμόρφωση, σχεδόν το σύνολο των επιχειρήσεων οι οποίες άμειβαν τους εργαζόμενούς τους με μισθό κάτω των 650 ευρώ έχουν αλλάξει τη μισθοδοσία τους, τις δηλώσεις τους στο σύστημα».
«Με το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας γνωρίζουμε ακριβώς ποιες είναι οι επιχειρήσεις οι οποίες άμειβαν με χαμηλότερο μισθό από τα 650 ευρώ τους εργαζομένους, επομένως κι εκεί θα γίνουν έλεγχοι για να δούμε τη συμμόρφωση» είπε. Υπογράμμισε δε ότι «το πολύ θετικό στοιχείο είναι ότι ο Φεβρουάριος, που ήταν ο μήνας της αύξησης του κατώτατου μισθού, ήταν ταυτόχρονα και ο μήνας που είχαμε ρεκόρ στις νέες προσλήψεις, με 28.000 νέες θέσεις εργασίας» και «αυτό έδειξε με πολύ καθαρό τρόπο ότι μπορούμε να έχουμε μια αγορά εργασίας, που και αξιοπρεπείς μισθούς να διαμορφώνουμε και να συνεχίσει να ενισχύεται η απασχόληση και αντιστρόφως διαψεύσθηκε παταγωδώς το επιχείρημα, που έλεγε ότι η αύξηση των μισθών μπορεί να παράξει απολύσεις».
Κληθείσα να σχολιάσει τη δήλωση του πρώην επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, ότι «τώρα που η Ελλάδα θα καταργήσει τον κατώτατο μισθό των νέων, αυτό θα επηρεάσει αρνητικά την ανεργία των νέων» η υπουργός Εργασίας υπενθύμισε ότι «είμαστε σε περίοδο εκτός μνημονίου και αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια αυτή η συνθήκη, όπου έπρεπε να συμφωνούμε με τους δανειστές τις πολιτικές μας προκειμένου να δανειοδοτούμαστε», ενώ ισχύει «ένα πλαίσιο μεταμνημονιακής εποπτείας και ισχύει και το κλασικό ευρωπαϊκό εξάμηνο» και «στο πλαίσιο αυτό οι ευρωπαϊκοί θεσμοί κάνουν παρατηρήσεις, σχόλια σε σχέση με τις πολιτικές που υλοποιούνται, τις οποίες μπορούμε να λάβουμε υπόψη, να συνεκτιμήσουμε, μπορούμε και κάποια από αυτά να τα αφήσουμε στην άκρη και να προχωρήσουμε με την πολιτική που θεωρούμε εμείς ότι πρέπει».
«Σε σχέση με τον μισθό, η Κομισιόν είχε τοποθετηθεί θετικά υπέρ της αύξησης του μισθού, επί της αρχής είχε πει ότι πρέπει να αυξηθεί, είχε διατυπώσει κάποιες επιφυλάξεις αναφορικά με το ύψος της αύξησης και κυρίως μια αγωνία μην έχει κακή αντανάκλαση στην απασχόληση, αλλά ήδη από τα δεδομένα προκύπτει ότι μάλλον το αντίθετο συμβαίνει, δηλαδή τον Φεβρουάριο, που θα ήταν ο μήνας της ανησυχίας γι' αυτούς, αποδείχτηκε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος ανησυχίας, διότι ο προσλήψεις αυξήθηκαν» σημείωσε.