Την τροποποίηση του ορισμού του βιασμού και την αναθεώρηση του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα, συνεχίζει με αλλεπάλληλα διαβήματα στη Γενική Γραμματεία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων ώστε αυτός να ορίζεται με βάση την απουσία συναίνεσης στη σεξουαλική πράξη και να είναι σύμφωνος με τα διεθνή πρότυπα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Επιπλέον, η ΓΓΙΦ απέστειλε και σχετική επιστολή προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, στις 26/3/2019.
Όπως επισημαίνει σε σχετική ανακοίνωση, ο νομικός ορισμός του βιασμού με βάση την έλλειψη συναίνεσης δεν συνεπάγεται την άκριτη αποδοχή κάθε καταγγελίας βιασμού, με δεδομένο ότι η έλλειψη συναίνεσης πρέπει να αποδειχθεί, διαδικασία επίπονη, μακρόχρονη, ψυχοφθόρα και αβέβαιη ως προς το αποτέλεσμα, καθώς οι ισχυρισμοί θύματος και θύτη είναι αντικρουόμενοι και ελέγχονται από τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.
Συνεπώς, ο ορισμός του βιασμού με βάση τα διεθνή πρότυπα και τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας μας αποτελεί ικανή αφετηρία, ώστε ο νόμος να λειτουργεί και παιδευτικά και ο εκάστοτε θύτης να μην συνεχίζει να διαιωνίζει με πράξεις του το σεξισμό, την πατριαρχία και την έμφυλη βία.
Δυστυχώς και στη χώρα μας επικρατεί η ατιμωρησία, ενώ τα ίδια τα θύματα βιασμού είναι αυτά που τελικά κατηγορούνται και διαπομπεύονται αντί για το θύτη.
Περαιτέρω, στην Ελλάδα, επίσης δυστυχώς, στη δημιουργία αυτής της πραγματικότητας συμβάλλει και ο νομικός ορισμός του βιασμού. Ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας, και συγκεκριμένα το άρθρο 336, ορίζει ως βιασμό τη συνουσία, η οποία προκύπτει μετά από εξαναγκασμό με τη χρήση σωματικής βίας ή την απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου.
Ο ορισμός αυτός, αγνοεί το γεγονός ότι πολλοί βιασμοί γίνονται χωρίς τη χρήση βίας, αλλά και χωρίς να έχει δοθεί ελεύθερη και εκούσια συναίνεση από το θύμα.
Πολλές γυναίκες φοβούνται ή ντρέπονται να ζητήσουν βοήθεια και άλλες δεν καταγγέλλουν έναν βιασμό επειδή φοβούνται τον στιγματισμό και τη δημόσια διαπόμπευση, ενώ όσες τολμούν να μιλήσουν, κινδυνεύουν να μην γίνουν πιστευτές.
Μεταξύ πολλών άλλων εμποδίων, οι γυναίκες βρίσκονται αντιμέτωπες και με νομικό πλαίσιο που δεν αναγνωρίζει μία απλή αλήθεια: Το σεξ χωρίς συναίνεση είναι βιασμός.
Η αλλαγή της νομοθεσίας δεν θα εξαλείψει τους βιασμούς, αλλά θα αποτελέσει σημαντικό σημείο εκκίνησης ενάντια στην ατιμωρησία του βιασμού και των τραγικών συνεπειών του.
Θα αποτελέσει βήμα ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού και την κατηγορία του θύματος, ενώ, ταυτόχρονα, θα συμβάλει στην αλλαγή των κοινωνικών και ατομικών συμπεριφορών.
Σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, αλλά και διεθνώς εξετάζεται πλέον και συζητείται σοβαρά η διεύρυνση της νομικής έννοιας του βιασμού. Επίσης σε έξι χώρες της Ευρώπης, ο βιασμός στην νομοθεσία ορίζεται με βάση την απουσία συναίνεσης για την σεξουαλική πράξη (Βέλγιο, Γερμανία, Ιρλανδία, Κύπρος, Λουξεμβούργο, Ηνωμένο Βασίλειο: Αγγλία/Ουαλία/Σκωτία/Βόρεια Ιρλανδία).
Στο πλαίσιο αυτό κινείται ο νόμος 4531/2018 (Σύμβαση Κων/πολης) με υπερνομοθετική ισχύ κατά το Σύνταγμα, κατά τον οποίο :
«Άρθρο 36- Σεξουαλική βία συμπεριλαμβανομένου του βιασμού:
1.Τα Μέρη λαμβάνουν τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η ποινικοποίηση των ακόλουθων εκ προθέσεως συμπεριφορών:
α. διάπραξη μη συναινετικής κολπικής, πρωκτικής ή στοματικής διείσδυσης σεξουαλικού χαρακτήρα στο σώμα άλλου ατόμου με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε οργάνου του σώματος ή αντικειμένου.
β. διάπραξη άλλων μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα με άτομο.
γ. ο εξαναγκασμός άλλου ατόμου να συμμετέχει σε μη συναινετικές πράξεις σεξουαλικού χαρακτήρα με τρίτο άτομο.
2. Η συναίνεση πρέπει να παρέχεται εκουσίως, ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του ατόμου η οποία αξιολογείται στο πλαίσιο των περιστάσεων.
3.Τα μέρη λαμβάνουν τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται επίσης αναφορικά με πράξεις οι οποίες διεπράχθησαν κατά των πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων όπως διαλαμβάνεται στην εσωτερική νομοθεσία.