Το τρίτο τεύχος της μελέτης «Inovantage», εξέδωσε πρόσφατα η Adecco. Η μελέτη εξετάζει το θέμα «Κοινωνική Καινοτομία: Παγκοσμιοποίηση χωρίς αποκλεισμούς στην Αναδυόμενη Ευρώπη», στο πλαίσιο των συνηθισμένων τριών μεγάλων πυλώνων της μελέτης– απασχόληση, εκπαίδευση και οικονομία - καταγράφοντας τις παρούσες συνθήκες και προβαίνοντας σε εκτιμήσεις για το μέλλον.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 2.0 – ΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΩΣ ΕΠΕΝΔΥΣΗ
Η εκπαίδευση στη σύγχρονη εποχή καλείται να αντιμετωπίσει μία ισχυρή αντίφαση: την ώρα που το «ταλέντο» εξελίσσεται ταχέως σε βασικό παράγοντα επιτυχίας, γίνεται ολοένα και πιο σπάνιος πόρος. Σήμερα, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας επιχειρήσεων, θεσμών και κοινωνιών έχει συσχετιστεί άμεσα με τον ανθρώπινο παράγοντα. Ωστόσο, η αύξηση της πολυπλοκότητας στην αγορά εργασίας που απαιτεί συνδυασμό πολλών ειδών δεξιοτήτων και η ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, οδηγούν σε ένα ανθρώπινο δυναμικό που στερείται απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες για τη σύγχρονη αγορά εργασίας. Υπό το πρίσμα αυτό, καθίσταται αντιληπτή η ανάγκη περαιτέρω επένδυσης στην κατάρτιση, όπου οι επιχειρήσεις θα πρέπει αφιερώσουν χρόνο και πόρους.
Ο Δρ. Ιωάννης Νικολάου, Αναπληρωτής Καθηγητής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΟΠΑ), σημειώνει ότι οι νέες τεχνολογίες, και ιδιαίτερα η ψηφιοποίηση, στην Ελλάδα δεν υποστηρίζονται στον βαθμό που θα έπρεπε. Η οικονομική κρίση επηρέασε τους πόρους που η εκπαίδευση επενδύει σε αυτόν τον τομέα. «Ωστόσο, με την υποστήριξη κάποιων προγραμμάτων της ΕΕ, κάποια σχολεία και πανεπιστήμια, δυστυχώς όμως όχι όλα, απέκτησαν τον κατάλληλο εξοπλισμό και επιχείρησαν να εφαρμόσουν τη χρήση νέων τεχνολογικών εργαλείων στη διδασκαλία. Παρόλα αυτά, οι περιορισμένοι πόροι που διατίθενται για την πρόσληψη νέων εκπαιδευτικών, τόσο στα σχολεία όσο και στα πανεπιστήμια, έχουν αυξήσει σημαντικά τη μέση ηλικία των εκπαιδευτικών, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερες δυσκολίες στην κατανόηση των νέων τεχνολογικών τάσεων και/ή ακόμη και να εκδηλώνεται αντίσταση εκ μέρους εκείνων που εξακολουθούν να προτιμούν την παραδοσιακή μέθοδο διδασκαλίας».
Εστιάζοντας στην ανάγκη επένδυσης στην κατάρτιση, η Adecco, στην τελευταία έκδοση της μελέτης «Inovantage» παραθέτει εναλλακτικά μοντέλα που βοηθούν τις εταιρείες να ξανασκεφτούν τον τρόπο με τον οποίο επενδύουν στην επανακατάρτιση και την αναβάθμιση δεξιοτήτων.
Επιχειρώντας να σχηματίσει μία εικόνα του μέλλοντος, η Adecco εκτιμά ότι τα επόμενα 30 χρόνια η εκπαίδευση θα κυριαρχείται από τη χρήση της τεχνολογίας, με τη σύνδεση στο Διαδίκτυο να παίζει καταλυτικό ρόλο, καθώς θα επιτρέπει ζωντανά, συμμετοχικά, πολυκαναλικά μαθήματα, ενδυναμώνοντας την εξ αποστάσεως μάθηση. Επίσης, η συμμετοχή και η διάδραση με συναδέλφους, καθηγητές, εμπειρογνώμονες κ.ο.κ. θα είναι καθοριστικές, χωρίς να περιορίζονται στα όρια του φυσικού χώρου. Τέλος, προβλέπεται ότι τα μαθήματα σε μικρές ομάδες θα γίνουν ολοένα και πιο διαδεδομένα και θα προτιμώνται έναντι των μεγάλων τυποποιημένων αιθουσών. Η καθοδήγηση είναι το κλειδί και σε αντίθεση με το παρελθόν, οι καλύτεροι διδάσκοντες δεν θα είναι καθηγητές αλλά εκείνοι που θα λειτουργούν ως μέντορες, με στοιχεία «προπονητή και ψυχοθεραπευτή», δηλαδή εκείνοι που θα παρακινούν, θα εμψυχώνουν και θα δίνουν συμβουλές.
ΕΞΥΠΝΕΣ ΠΟΛΕΙΣ – ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΕΣ ΚΑΙ ΝΟΟΤΡΟΠΙΕΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ (IoT)
Ως έξυπνη πόλη ορίζουμε την πόλη εκείνη που χρησιμοποιεί τα δεδομένα και την τεχνολογία για να αυξήσει την αποτελεσματικότητά της, να βελτιώσει την βιωσιμότητα, να προάγει την οικονομική ανάπτυξη και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής για τους ανθρώπους που ζουν και εργάζονται σε αυτή. Το μοντέλο της «έξυπνης» πόλης διαθέτει τα εξής βασικά χαρακτηριστικά: «έξυπνη» οικονομία, «έξυπνη» διακυβέρνηση, «έξυπνη» διαβίωση, «έξυπνη» κινητικότητα, «έξυπνο» περιβάλλον και «έξυπνους» ανθρώπους. Οι «έξυπνοι» άνθρωποι διαθέτουν εκπαίδευση, συνεχίζουν τη δια βίου μάθηση, έχουν ανοικτό πνεύμα και λειτουργούν άνετα σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον με διαφορετικές κουλτούρες και νοοτροπίες.
Στην μελέτη «Inovantage» της Adecco, οι πόλεις με αυτά τα χαρακτηριστικά αξιολογούνται ως κέντρα ταλέντων σε αντιδιαστολή με πόλεις που οδηγούν στη διαρροή ταλέντων. Με βάση των Παγκόσμιο Δείκτη Ανταγωνιστικότητας Ταλέντου (GTCI) του 2019, συγκρίθηκαν κάποιες από τις μεγαλύτερες πόλεις της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ως προς την ανταγωνιστικότητά τους στην προσέλκυση ταλέντων. Καινοτόμες στρατηγικές ταλέντου αναδύονται σε όλα τα μέρη του κόσμου, ενώ οι πόλεις διαδραματίζουν έναν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο σε αυτές τις στρατηγικές. Τέτοιου είδους στρατηγικές επηρεάζουν κάθε πτυχή της ανταγωνιστικότητας ταλέντου, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης, της κατάρτισης και επανακατάρτισης, της προσέλκυσης ταλέντων από άλλες περιοχές και της προώθησης της συν-δημιουργίας με τοπικά ταλέντα, καθώς και της ενθάρρυνσης των εισερχόμενων (ή επαναπατριζόμενων) ταλέντων, ώστε αυτά να παραμείνουν και να συμβάλουν στους μακροπρόθεσμους στόχους μιας περιοχής. Όταν ανταγωνίζονται για την προσέλκυση ταλέντων, οι πόλεις επωφελούνται από τρία βασικά πλεονεκτήματα που διαθέτουν έναντι των κρατών: 1. Ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης που μπορούν να είναι σημαντικά υψηλότεροι από τον εθνικό μέσο ρυθμό ανάπτυξης των αντίστοιχων χωρών τους, 2. Ειδικά πλεονεκτήματα που σχετίζονται με τη γεωγραφία, την κουλτούρα ή την ποιότητα ζωής και 3. Υψηλότερο βαθμό ευελιξίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αθήνα βρίσκεται σχετικά ψηλά στο Δείκτη αναφορικά με την «Διατήρηση ταλέντων», όμως αρκετά χαμηλότερη κατάταξη έχει σε πυλώνες όπως η «Δημιουργία Ταλέντων», η «Προσέλκυση Ταλέντων» και η «Ανάπτυξη Ταλέντων».
Ο Κωνσταντίνος Μυλωνάς, Cluster Head του Ομίλου Adecco στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία, καταθέτει τις σκέψεις του για μια άλλη ελληνική πόλη για την οποία πιστεύει ότι έχει τα φόντα να αποτελέσει μια νέα έξυπνη πόλη. «Τα Τρίκαλα, η πόλη των 60.000 κατοίκων και των 30.000 ποδηλατών, αποτελεί μια πόλη-πρότυπο τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη. Πρόκειται για μια πόλη-πρότυπο όσον αφορά τα συστήματα υψηλής τεχνολογίας και απόδοσης στον ψηφιακό τομέα, η οποία στοχεύει σε μια ηλεκτρονική διακυβέρνηση που μπορεί να αποφέρει πολλαπλά οφέλη στους πολίτες και να αυξήσει τη διαφάνεια. Αυτή η πόλη είναι ένα κέντρο καινοτομίας και ένα παράδειγμα οικονομίας της γνώσης. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας και μπορούν επίσης να αποτελέσουν το εφαλτήριο για την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας. Συνδυάζοντας το επιχειρηματικό πνεύμα των Ελλήνων με τα πλεονεκτήματα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει πραγματική προοπτική ανάπτυξης».
Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ – Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΤΑΛΕΝΤΩΝ ΚΑΙ Η ΦΗΜΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΩΣ ΕΡΓΟΔΟΤΕΣ (EMPLOYER BRANDING)
Είναι σαφές ότι τα μοντέλα ταλέντων έχουν εξελιχθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία και στην πραγματικότητα, οι εταιρείες προκειμένου να προσελκύσουν, να προσλάβουν, να αναπτύξουν και να διατηρήσουν τα σωστά ταλέντα, χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουν τον τρόπο προσέγγισης που είχαν στο παρελθόν. Για να το κάνουν αυτό, το πρώτο βήμα είναι η εκτίμηση της παρούσας κατάστασης στην αγορά εργασίας, η οποία σήμερα χαρακτηρίζεται από νέους τύπους απασχόλησης, λιγότερες άμεσες συμβάσεις πλήρους απασχόλησης και αορίστου χρόνου, άνοδο της οικονομίας της «πλατφόρμας», ελλείψεις στα δίκτυα κοινωνικής προστασίας και ολοένα και αυξανόμενη τάση για εργαζόμενους και εργοδότες να αναζητούν ευελιξία από την εργασία τους.
Στο μεταβαλλόμενο αυτό περιβάλλον, σε μια αγορά που καθορίζεται από τη συμπεριφορά των υποψηφίων, η δημιουργία ενός εμπορικού σήματος ή αλλιώς μίας «ταυτότητας» για την οποία μπορεί να είναι περήφανος ο εργαζόμενος είναι η απάντηση στην προσέλκυση και διατήρηση του σωστού ταλέντου σε ένα ολοένα και πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Οι εργοδότες που απολαμβάνουν υψηλή αναγνωρισιμότητα σήματος στηρίζονται σε αυτό σε μεγάλο βαθμό προκειμένου να προσελκύσουν το κατάλληλο προσωπικό. Μία πρόσφατη μελέτη αναφορικά με τον χώρο εργασίας έδειξε ότι το εμπορικό σήμα του εργοδότη αποτελεί βασικό παράγοντα στις προσλήψεις προσωπικού, και μαζί με την εξέλιξη της σταδιοδρομίας συνιστούν τα δύο βασικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν τις αποφάσεις των δυνητικών προσληφθέντων.
Η καλλιέργεια του “employer branding” περιλαμβάνει ενέργειες και πρωτοβουλίες, όπως ο προσδιορισμός των βασικών παραμέτρων ελκυστικότητας μιας εταιρείας, η ευθυγράμμιση της ταυτότητας της εταιρείας ως εργοδότη με τα εμπορικά της σήματα, η απλοποίηση της διαδικασίας προσλήψεων και η σαφής οριοθέτηση του υφιστάμενου πλαισίου, η ενθάρρυνση των ήδη εργαζομένων στην εταιρεία να λειτουργήσουν ως «πρεσβευτές» καλής φήμης της και τέλος, η επίδειξη συνέπειας στη διαχείριση της διαδικασίας.
Μερικά βασικά σημεία που θα μπορούσαν να επισημανθούν ως χρήσιμα για την έναρξη της διαδικασίας οικοδόμησης του “employer branding” για μια εταιρεία, όπως έχουν συνοπτικά παρουσιαστεί στη μελέτη, είναι τα ακόλουθα:
- Ενθάρρυνση κουλτούρας ανοιχτής επικοινωνίας και συνεχούς βελτίωσης
- Εξασφάλιση ισορροπίας μεταξύ καλής διαχείρισης και υψηλής παραγωγικότητας
- Απόκτηση δημόσιας αναγνώρισης μέσω της συμμετοχής και ανάδειξης σε λίστες «καλύτερων εργασιακών χώρων» (Great Place to Work)
- Ανάδειξη των εργαζομένων σε «πρεσβευτές», οι οποίοι θα μιλούν για την εταιρεία «δυναμικά»
- Δημιουργία θετικής δημοσιότητας γύρω από την εταιρεία και τα ανώτατα στελέχη της
- Επένδυση στην καινοτομία για να γίνει η επιχείρηση – σημείο αναφοράς
- Επικοινωνία των βέλτιστων πρακτικών της εταιρείας στους υποψηφίους
- Ενεργοποίηση και αξιοποίηση συστημάτων μέτρησης της φήμης.