Ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, μίλησε στην Corriere della Sera και δήλωσε ότι ένα Grexit «θα αποτελέσει την αρχή του τέλους για το ευρώ. Εάν η Ευρώπη δεν μπορέσει να χειριστεί το πρόβλημα μιας τόσο μικρής χώρας όπως η Ελλάδα, που αντιπροσωπεύει μόνο το 2% της οικονομίας της, πώς θα μπορέσει να χειριστεί προβλήματα χωρών όπως η Ισπανία και η Ιταλία που έχει €2 τρισ. ευρώ χρέος;»
«Νομίζω πως οι αυριανές συζητήσεις [με Μέρκελ-Ολάντ] θα αποτιμήσουν την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι τώρα. Θα θέσουμε ένα ξεκάθαρο χρονοδιάγραμμα για τη συμφωνία. Έχουμε υποβάλει ένα πλήρες κείμενο, που περιλαμβάνει το κοινό έδαφος που αναγνωρίστηκε κατά τη διάρκεια των τεχνικών διαπραγματεύσεων στο Brussels Group. Θα εργαστούμε για να γεφυρώσουμε το χάσμα των δημοσιονομικών, θέτοντας εναλλακτικές προτάσεις εκεί που οι απαιτήσεις είναι παράλογες και απαράδεκτες. Όλα αυτά, όμως, θα έχουν κάποιο νόημα αν οι θεσμοί είναι πρόθυμοι να βρουν σοβαρές λύσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους. θέλουμε να τελειώσουμε μια και καλή όλη αυτή την τρομακτική συζήτηση για το Grexit, που για χρόνια αποτελεί τροχοπέδη της οικονομικής σταθερότητας της Ευρώπης. Όχι να ανακυκλώνουμε το πρόβλημα κάθε έξι μήνες,» είπε ο Έλληνας πρωθυπουργός.
«Πιστεύω πως βρισκόμαστε πολύ κοντά σε συμφωνία για το πρωτογενές πλεόνασμα για τα επόμενα χρόνια. το μόνο που χρειάζεται είναι μια θετική αντιμετώπιση προς τις εναλλακτικές προτάσεις για τις περικοπές των συντάξεων και την επιβολή υφεσιακών μέτρων. Στόχος μας είναι μέτρα που περιέχουν στοιχεία αναδιανομής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Το βασικό είναι να επιτευχθεί μια συμφωνία, όχι μόνο για το κλείσιμο του ελληνικού προγράμματος αλλά και για την επόμενη ημέρα, με άλλα λόγια το πώς η Ελλάδα μπορεί να επιστρέψει στις αγορές με μια ανταγωνιστική οικονομία όσο το δυνατόν συντομότερα. Ζωτικής σημασίας γι' αυτό είναι μια λύση για το πρόβλημα της βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης. Υπάρχουν τεχνικές λύσεις που θα μπορούσαν να καταστήσουν ένα τρίτο πρόγραμμα διάσωσης περιττό, προσφέροντας ταυτόχρονα μια βιώσιμη μεσοπρόθεσμη προοπτική για την αποπληρωμή του χρέους, ώστε να μπορέσει να επιστρέψει η Ελλάδα στις αγορές συντομότερα απ' όσο μπορείτε να φανταστείτε,» πρόσθεσε.
Στη συνέχεια, σχετικά με τις προτάσεις που έχει καταθέσει η Ελλάδα στους θεσμούς, ο κ. Τσίπρας είπε: «Δεν πιστεύω ότι δεν τους αρέσουν. Το πρόβλημα είναι ότι ορισμένοι από αυτούς είναι απρόθυμοι να αναγνωρίσουν πως οι μεταρρυθμίσεις των τελευταίων πέντε ετών στην Ελλάδα έχουν αποτύχει, γιατί αν το κάνουν αυτό θα υπήρχε κόστος. Η Ευρώπη και οι θεσμοί πρέπει να αναγνωρίσουν πως η λιτότητα έχει αποτύχει. Αυτό δεν είναι μια εύκολη απόφαση, όμως πρέπει να σκεφτούμε το οικονομικό κόστος μιας αέναης κρίσης, ή, ακόμα χειρότερα, το ιστορικό κόστος της αποτυχίας».
Από την πλευρά του, άσκησε κριτική στις προτάσεις των θεσμών, λέγοντας ότι «η πρόταση ήταν ατυχής, όμως αυτό συμβαίνει στις διαπραγματεύσεις. Απογοητευτήκαμε γιατί δεν αντανακλούσε καθόλου τις συμφωνίες που είχαν ήδη επιτευχθεί στις διαπραγματεύσεις του Brussels Group. Δεν μπορούμε να επιμένουμε σε ένα πρόγραμμα που έχει ξεκάθαρα αποτύχει. Δεν είναι δυνατόν να μας ζητείται να εφαρμόσουμε μέτρα που κανένας άλλος στην Ευρώπη δεν έχει εφαρμόσει, ή που η Ελλάδα θα πρέπει να αναγκαστεί να εφαρμόσει σαν να μην υπήρξαν εκλογές που άλλαξαν την κυβέρνηση πριν από τέσσερις μήνες. Είναι ζήτημα αρχής, αλλά και ουσίας. Μετά από πέντε χρόνια λιτότητας, είναι αδιανόητο να μας ζητείται να καταργήσουμε τις κατώτατες συντάξεις ή τα επιδόματα που επηρεάζουν τους φτωχότερους πολίτες μας. Ή να προσθέσουμε 10% στο κόστος του ηλεκτρισμού για τα νοικοκυριά σε μια χώρα όπου χιλιάδες άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση στον ηλεκτρισμό. Ή να καταργήσουμε το επίδομα θέρμανσης όταν ο κόσμος πεθαίνει απ' το κρύο. Αυτές είναι προτάσεις που δεν μπορούμε να δεχθούμε, όχι μόνο διότι είναι εκτός της λαϊκής εντολής που λάβαμε αλλά και διότι αν συμφωνούσαμε θα επιφέραμε πλήγμα στην Ευρώπη της Δημοκρατίας και στην κοινωνική αλληλεγγύη, στην οποία ορισμένοι από εμάς εξακολουθούμε να πιστεύουμε με πάθος».
Επίσης ο πρωθυπουργός απάντησε σε ερώτηση ως προς το γιατί θα πρέπει η Ελλάδα να διαφέρει σχετικά με τη λιτότητα, εφόσον έχει εφαρμοστεί σε πολλές χώρες, λέγοντας τα εξής:
«Η διαφορά είναι ότι στην Ελλάδα η λιτότητα εφαρμόστηκε με πρωτοφανή βαναυσότητα και έχει επιφέρει καταστροφικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Αυτό γίνεται εμφανές από το πώς έχει αλλάξει η χώρα μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια. Η ανεργία αυξήθηκε από το 12% στο 27% μέσα σε τρία χρόνια, το ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά 25% και έχει επιβληθεί ένα αβάσταχτο φορολογικό βάρος στις μεσαίες και φτωχότερες κοινωνικές τάξεις. Η ανθρωπιστική κρίση των αστέγων και αυτών που ζουν στα όρια της κοινωνίας αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Το μόνο που χρειάζεται είναι να κοιτάξετε τα προγράμματα της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας για να διαπιστώσετε πως οι συγκρίσεις είναι ατυχείς. Κανένας δεν έχει υποφέρει τόσο όσο οι Έλληνες».
Τέλος, κατέληξε δηλώνοντας ότι «οι οικονομικές θεωρίες αναπτύσσονται έτσι, ώστε να υποστηρίζουν συγκεκριμένα κοινωνικά συμφέροντα. Και αυτός είναι ο λόγος που δεν υπάρχει μόνο μία οικονομική θεωρία αλλά πολλές. Θα πρέπει απλώς κανείς να συγκρίνει τους δείκτες της κοινωνικής ανισότητας στην Ελλάδα και την Ευρώπη πριν και μετά τη μεγάλη κρίση του 2008. Οι συνταγές που σχεδιάστηκαν ήταν σε κόστος της εργασίας, δηλαδή έτσι ώστε να απορυθμιστεί η αγορά εργασίας με σκοπό να δημιουργηθούν κίνητρα για μεγαλύτερα κέρδη, να αυξηθούν δηλαδή οι επενδύσεις. Η μεγάλη υπόσχεση ήταν ότι η ανάπτυξη θα έφτανε σε όλη την κοινωνία. Δυστυχώς αυτό δε λειτούργησε. Είναι μια συνταγή η οποία αποτυγχάνει συνεχώς τα τελευταία τριάντα χρόνια».