Την επιτακτική ανάγκη να κλείσει άμεσα η συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους, με τη σαφή προοπτική βιώσιμης επίλυσης του χρέους, ανέδειξε ο Γενικός Διευθυντής του ΣΕΒ, Άκης Σκέρτσος στην παρέμβασή του, στη συνάντηση των Γενικών Διευθυντών των Οργανώσεων Μελών της BUSINESSEUROPE, στις Βρυξέλλες.
Στη συνάντηση η ελληνική πλευρά σκιαγράφησε τις αρνητικές, υφεσιακού χαρακτήρα επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία που έχει επιφέρει η παρατεταμένη αβεβαιότητα, καθώς έχει κυριολεκτικά παγώσει –ειδικά, αυτή την περίοδο- η οικονομική δραστηριότητα και έχουν ανασταλεί οι όποιες επενδυτικές αποφάσεις, είχαν δρομολογηθεί τους προηγουμένους μήνες.
Ο Γενικός Διευθυντής του ΣΕΒ επισήμανε ότι σήμερα δοκιμάζονται οι σχέσεις της χώρας μας με τους Ευρωπαίους εταίρους και αυτό συμβαίνει με ευθύνη και των δύο πλευρών.
Όπως τόνισε χαρακτηριστικά, μετά από 5 συνεχή χρόνια που οι ελληνικές επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι τους δοκιμάστηκαν στην κλίνη ενός φορολογικού Προκρούστη, χωρίς πρόσβαση σε χρηματοδότηση και σε επενδυτικά κεφάλαια, το φάρμακο που φαίνεται ότι προτείνουν ελληνική κυβέρνηση και θεσμοί θα διατηρήσουν -το λιγότερο- το καθεστώς ασφυξίας στον παραγωγικό ιστό της χώρας.
«Κινδυνεύουμε να ζήσουμε την επανάληψη του ίδιου οικονομικού εφιάλτη και να βυθιστούμε σε έναν φαύλο κύκλο», εάν δεν αντιτάξουμε την εφαρμογή δίκαιων μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και στη βιώσιμη αντιμετώπιση του ασφαλιστικού και της φοροδιαφυγής», σημείωσε.
Ένα καλό deal που τόσο ανάγκη το έχουν σήμερα οι ελληνικές επιχειρήσεις και οι πολίτες, οφείλει να ενσωματώσει αυτά τα στοιχεία, υπογράμμισε ο κ. Σκέρτσος και πρόσθεσε ότι από την πλευρά τους οι θεσμοί οφείλουν να επιδείξουν καλή πίστη και να επενδύσουν στη βιώσιμη αντιμετώπιση του βάρους του ελληνικού χρέους.
Κλείνοντας την παρέμβαση του και αφού αναφέρθηκε στις προτεραιότητες που θέτει ο ΣΕΒ και η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα για την οριστική και βιώσιμη έξοδο από την κρίση, ο κ. Σκέρτσος τόνισε ότι η εντολή που έχει λάβει η ελληνική κυβέρνηση είναι για «θετικές αλλαγές στο οικονομικό περιβάλλον της χώρας εντός της Ευρωζώνης» και κατέληξε σημειώνοντας «ότι Ελλάδα και Θεσμοί έχουν κοινή ευθύνη να συμπράξουν στο κοινό ευρωπαϊκό μας μέλλον».