Ο κατηγορούμενος, στην έναρξη της απολογίας του, έκανε λόγο για κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος και σωρεία μεθοδεύσεων που έγιναν «με εντολή Σαμαρά» ώστε να βρεθούν στην φυλακή οι βουλευτές του κόμματος.
Επικαλούμενος τις φερόμενες συνομιλίες με τον τότε γραμματέα της κυβέρνησης, Παναγιώτη Μπαλτάκο, απόσπασμα δηλώσεων πολιτικών προσώπων και άλλα έγγραφα που είχε σε έναν φάκελο, ο κ. Κασιδιάρης είπε πως ήταν απόφαση του κ. Σαμαρά κατόπιν πιέσεων «από αμερικανοεβραϊκά λόμπυ και την Κομισιον» να διωχθεί στο σύνολό του το κόμμα και να φυλακιστούν οι βουλευτές του.
Κατά τον κατηγορούμενο, σε βάρος του κόμματος εξυφάνθηκε μία τεράστια σκευωρία, στην οποία είχαν καθοριστικό ρόλο δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο πρώην βουλευτής για συγκεκριμένο εισαγγελέα που «έκανε δώρο» τις προφυλακίσεις και το βούλευμα για τη Χρυσή Αυγή, έλαβε «αντίδωρο» τον διορισμό του γιου του σε δημόσια υπηρεσία.
Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε να απαντήσει σε ερώτησεις της προέδρου για κείμενά του που αναφέρονται στον Χίτλερ αλλά και για σύμβολα των Ναζί, επικαλούμενος την ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού αλλά και δηλώνοντας πως «οι ιδεολογιες είναι ποινικά αδιάφορες». Σύμφωνα με τον ίδιο, «ο πολιτικός, ο δημόσιος, ακόμη και ο ιδιωτικός μας λόγος, είναι απολύτως στο πλαίσιο της νομιμότητας. Κάθε δήλωσή μας τελεί υπό το πλαίσιο της απόλυτης νομιμότητας». Ωστόσο, δήλωσε πως καταδικάζει «κάθε έγκλημα πολέμου και κάθε έγκλημα γενικότερα».
Ο κ. Κασιδιάρης χαρακτήρισε πρωτοφανές να κατηγορείται για δύο όπλα που κατείχε νομίμως ότι τα είχε «για τροφοδοσία της εγκληματικής οργάνωσης», λέγοντας πως του ασκήθηκε δίωξη «για αυτό το απίθανο έγκλημα», ενώ ήταν από την αρχή γνωστό πως έχει άδειες.
Τόνισε, μάλιστα, πως αγαπά τα όπλα, ασχολείται με αθλητική σκοποβολή και συμμετέχει επίσημα σε σκοπευτήρια, αρνούμενος κατηγορηματικά «αυτές τις γελοιότητες πως εκπαίδευα στρατιωτικά μέλη της Χρυσής Αυγής».
Όπως σημείωσε, εντάχθηκε στην Χρυσή Αυγή μετά το 2000 και παρακολουθούσε και συμφωνούσε με τις θέσεις του κόμματος από πολύ πιο πριν. Κατά τον κατηγορούμενο η Χρυσή Αυγή, στην οποία ακόμη ανήκει, είναι λαϊκό εθνικιστικό κίνημα, το καταστατικό του οποίου κατατέθηκε το 2012 στον Άρειο Πάγο.
Για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, υποστήριξε πως είναι ένα αποτρόπαιο έγκλημα, το οποίο το καταδικάζει δύο φορές. Και για την απώλεια ενός ανθρώπου αλλά και γιατί μετά από αυτό εξελίχθηκε η δίωξη της Χρυσής Αυγής. «Η Χρυσή Αυγή δεν έχει καμία σχέση με αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα», είπε.
Ερωτηθείς ο κατηγορούμενος ανέφερε πως δεν γνώριζε τον Ρουπακιά, επισημαίνοντας πως επιμένει ότι είναι υποστηρικτής από αυτούς «που προσέρχονταν κατά χιλιάδες το 2012» και όχι μέλος που είχε ενταχθεί στο κόμμα από το 2009. Ακόμη, ανέφερε ότι και τώρα δεν γνωρίζει τι πραγματικά συνέβη εκείνο το βράδυ, «εφόσον δεν έχει αποφανθεί η Δικαιοσύνη».
Σε ερώτηση για τα «τάγματα εφόδου» απάντησε πως «δεν υπάρχουν, είναι τεράστια συκοφαντία», υποστηρίζοντας ότι «οι αριστεροί χρησιμοποιούσαν από παλιά τον όρο για διάφορες ομάδες, όπως για τους Ρέιντζερς κ.ά».
Τέλος ο κ. Κασιδιάρης αναφερόμενος στο επεισόδιο με τη βουλευτή του ΚΚΕ Λιάνα Κανέλη το χαρακτήρισε «ατυχές συμβάν» λέγοντας πως «θα έπρεπε να έχω φύγει, να μην έχω κάνει τέτοιο πράγμα».