Μια ομάδα ερευνητών με την επιμέλεια της Επίκ. Καθηγήτριας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, Χρύσας Σοφιανοπούλου, (που είναι η εθνική συντονίστρια του PISA στη χώρα μας) αναδεικνύει τους παράγοντες που σχετίζονται περισσότερο με τις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών καταλήγοντας σε σημαντικά συμπεράσματα.
Η διεθνής εκπαιδευτική έρευνα PISA (“Programme for International Student Assessment”) διενεργείται κάθε τρία χρόνια στις 35 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ και σε δεκάδες άλλες χώρες-εταίρους (το 2015 ήταν 37).
Έχει ως σκοπό να αξιολογήσει το αν και κατά πόσο μαθητές που πλησιάζουν προς το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσής τους έχουν αποκτήσει τις γνώσεις και τις ικανότητες για να συμμετάσχουν αποτελεσματικά στις σύγχρονες κοινωνίες και να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες της εποχής.
Η χώρα μας συμμετέχει στο πρόγραμμα από το 2000 -από τότε δηλαδή που ξεκίνησε ο θεσμός. Σε αυτήν την παγκόσμια αξιολόγηση των μαθητών με κοινά θέματα και κοινή μεθοδολογία (στα μαθηματικά, στην κατανόηση κειμένου, στις φυσικές επιστήμες και σε άλλα θέματα) το 2015 συμμετείχαν περίπου 5.500 15χρονοι μαθητές από όλη την Ελλάδα.
Τα ευρήματα για τους μαθητές της χώρας μας δεν είναι ενθαρρυντικά.
Στις φυσικές επιστήμες οι μαθητές όλων των χωρών του ΟΟΣΑ βαθμολογήθηκαν κατά μέσο όρο με 493 μονάδες. Οι Έλληνες μαθητές πήραν κατά μέσο όρο 455 μονάδες. Στην κατανόηση κείμενου ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν επίσης 493 μονάδες. Οι Έλληνες μαθητές εκεί πήραν 467. Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ στα μαθηματικά, δε, ήταν 490 μονάδες -οι Έλληνες στα μαθηματικά πήραν 454.
Οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών είναι αντίστοιχη με αυτήν των μαθητών στη Χιλή, στη Σλοβακία και στη Βουλγαρία.
Μόνο το 2,1% των Ελλήνων 15χρονων πετυχαίνει την επίδοση που τους κατατάσσει στις ανώτερες βαθμίδες στις φυσικές επιστήμες, ενώ το ποσοστό των μαθητών πολύ χαμηλών επιδόσεων στη χώρα μας είναι πάρα πολύ υψηλό.
Το 32,7% των μαθητών στις φυσικές επιστήμες, το 27,3% στην κατανόηση κειμένου και το 35,8% στα μαθηματικά δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν ούτε στα πιο απλά προβλήματα.
Αναλύοντας τα αποτελέσματα του PISA στις έρευνες που έγιναν στους μαθητές και στους διευθυντές των σχολείων, η έρευνα εντοπίζει τους παράγοντες που σχετίζονται με την επίδοση των μαθητών.
Σταχυολογώντας ενδεικτικά:
1 Μαθητές που είχαν λάβει προσχολική αγωγή για πολλά χρόνια πριν ξεκινήσουν το σχολείο, πετυχαίνουν καλύτερες επιδόσεις από τον μέσο όρο, ή από αυτούς που είχαν λιγότερα χρόνια προσχολικής αγωγής.
2 Το 9,2% των Ελλήνων μαθητών ιδιωτικών σχολείων πετυχαίνουν εξαιρετικά υψηλή επίδοση στις φυσικές επιστήμες. Μόνο το 1,8% των μαθητών των δημοσίων πετυχαίνουν αντίστοιχες επιδόσεις.
3 Οι μαθητές των ιδιωτικών σχολείων έχουν σημαντικά καλύτερη επίδοση (520) από τους μαθητές δημόσιων σχολείων (452) στις φυσικές επιστήμες και τον μέσο όρο (455).
4 Οι μισοί «μη προνομιούχοι» ως προς το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό τους υπόβαθρο μαθητές πετυχαίνουν πολύ κακή επίδοση και κατατάσσονται στην κατώτερη κατηγορία κατάταξης.
5 Μόνο το 18% των Ελλήνων «μη προνομιούχων» μαθητών κατατάσσονται στο ανώτατο 25% των επιδόσεων του PISA.
6 Η παρακολούθηση εξωσχολικών μαθημάτων φαίνεται ότι δεν σχετίζεται με τις επιδόσεις των μαθητών στην PISA. Ίσα ίσα, μαθητές που κάνουν φροντιστήριο σε ομάδες άνω των 8 ατόμων τα πηγαίνουν χειρότερα στις φυσικές επιστήμες και από τον μέσο όρο και από τα παιδιά που δεν πηγαίνουν καθόλου φροντιστήριο.
7 Οι μαθητές που δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν ελάχιστα ή καθόλου το ίντερνετ εκτός σχολείου τα πηγαίνουν χειρότερα από ό,τι ο μέσος όρος.
8 Αντίθετα, τα παιδιά που δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν το ίντερνετ από μισή έως τέσσερις ώρες την ημέρα εκτός σχολείου, τα πηγαίνουν καλύτερα από τον μέσο όρο.
Ποια θέματα αναδεικνύονται ως σημαντικά προβλήματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος;
• Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, που μεταφέρονται στο εκπαιδευτικό σύστημα και αποτυπώνονται στις γνώσεις και τις ικανότητες των μαθητών.
• Το πρόβλημα των υποδομών στα σχολεία.
• Η επάρκεια του επιστημονικού προσωπικού.
• Οι ενδοσχολικοί και εξωσχολικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη θέληση των παιδιών για μάθηση.
• Η έλλειψη αυτονομίας των σχολείων από την κεντρική κυβέρνηση.