Χθες το βράδυ το Υπουργείο Εξωτερικών απέστειλε επιστολές προς τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ και την προεδρεύουσα του Συμβουλίου Ασφαλείας στις οποίες αναπτύσσονται οι ελληνικές θέσεις και παρατίθενται τα νομικά επιχειρήματα που τις θεμελιώνουν με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας.
Σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Στέλιο Πέτσα η Μόνιμη Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στα Ηνωμένα Έθνη, κατόπιν οδηγιών του υπουργού Εξωτερικών, απέστειλε - για το ζήτημα της τουρκο-λιβυκής «Συμφωνίας» - δύο επιστολές, η μια προς την προεδρεύουσα του Συμβουλίου Ασφαλείας και η άλλη προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ.
Στην πρώτη επιστολή επισημαίνεται, σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, ότι η Συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης συνάφθηκε κακόπιστα και παραβιάζει το Δίκαιο της Θάλασσας, καθώς οι θαλάσσιες ζώνες της Τουρκίας και της Λιβύης δεν γειτνιάζουν, ούτε υπάρχει κοινό θαλάσσιο σύνορο μεταξύ των δύο κρατών. Επιπρόσθετα, η συμφωνία δεν λαμβάνει υπόψη της τα ελληνικά νησιά και το δικαίωμά τους να έχουν θαλάσσιες ζώνες (υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ). Επισημαίνεται, επίσης ότι η συμφωνία είναι άκυρη, καθώς δεν εγκρίθηκε από τη λιβυκή Βουλή, γεγονός που αποδεικνύεται και από σχετική επιστολή του προέδρου της λιβυκής Βουλής προς τον γγ του ΟΗΕ. Για τους λόγους αυτούς, η χώρα μας απορρίπτει στο σύνολό της ως άκυρη και μη δυνάμενη να επηρεάσει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα τη συμφωνία αυτή.
Επισημαίνεται, επίσης, ότι η σύναψη της «Συμφωνίας» διαταράσσει την ειρήνη και την ασφάλεια της περιοχής και ζητείται να τεθεί υπόψη του Συμβουλίου Ασφαλείας, προκειμένου να την καταδικάσει ως αντίθετη στη διεθνή νομιμότητα και να καλέσει την Τουρκία και τη Λιβύη να απόσχουν από κάθε πράξη, η οποία θα παραβίαζε τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και θα κλιμάκωνε την ένταση στην περιοχή.
Στην επιστολή προς τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες τίθενται τα ίδια επιχειρήματα και ζητείται -λόγω της ακυρότητας της συμφωνίας- να μην πρωτοκολληθεί στα Ηνωμένα Έθνη και να μη δημοσιευθεί από το Τμήμα Ωκεάνιων Υποθέσεων και Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ.
Επισημαίνεται, επίσης, στον γενικό γραμματέα ότι το ζήτημα θα πρέπει να τεθεί υπόψη τού Συμβουλίου Ασφαλείας, προς την προεδρεύουσα του οποίου εστάλη σχετική επιστολή, όπως προανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Δείτε τις εδώ.