Η κυβέρνηση επεξεργάζεται ένα στρατηγικό σχέδιο για να έχουμε σταδιακή μετάβαση στην κανονικότητα από τις 27 Απριλίου και μετά, δήλωσε στην ΕΡΤ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, επισημαίνοντας ότι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη φάση της τήρησης των μέτρων μέχρι τις 27 Απριλίου και όχι στη φάση χαλάρωσης και με γνώμονα αυτό γίνονται οι απαραίτητοι έλεγχοι για τη συμμόρφωση των πολιτών.
Ο κ. Πέτσας υπογράμμισε ότι στην πλειοψηφία τους οι πολίτες συμμορφώνονται με τα μέτρα και δεν παρατηρείται μαζική απειθαρχία.
Σε ότι αφορά τη χαλάρωση των μέτρων, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σημείωσε ότι "η στρατηγική της κυβέρνησης είναι να απλωθεί σε βάθος χρόνου η κορύφωση της πανδημίας ώστε να αντέξει το σύστημα υγείας και να ανταποκριθεί στις ανάγκες ζήτησης. Αυτό το καταφέραμε σε πρώτη φάση και με αυτός είναι ο γνώμονας και για μετά, καθώς αναμένεται να νοσήσουν και άλλοι άνθρωποι, οπότε η μετάβαση στην καθημερινότητα θα γίνει σταδιακά. Θέλουμε να προστατεύσουμε τις ευάλωτες ομάδες, δηλ. τους ηλικιωμένους και όσους έχουν υποκείμενα νοσήματα, γι’ αυτό και για τις ομάδες αυτές θα καθυστερήσει η επάνοδος"
Ο κ. Πέτσας πρόσθεσε ότι στην αρχή θα υπάρχουν ομάδες με λιγότερο κίνδυνο, όπως όσοι έχουν καταστήματα λιανεμπορίου όπου θα πρέπει να τηρούν οι κανόνες υγιεινής, ενώ για το άνοιγμα των σχολείων είπε ότι θα μπορούσε να υπάρξει σταδιακή μετάβαση των παιδιών, καθώς υπάρχει μεγάλος συνωστισμός.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε ότι το σχέδιο της κυβέρνησης για σταδιακή μετάβαση "θα ανακοινωθεί έγκαιρα και θα ξεδιπλωθεί μέσα στον Μάιο".
Παράλληλα αναφέρθηκε στα μέτρα στήριξης της οικονομίας, λέγοντας πως από τη στιγμή της κρίσης της πανδημίας "τα έσοδα του κράτους πέφτουν και οι δαπάνες για τη στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων ανεβαίνουν, γι’ αυτό και θα χρησιμοποιηθούν χρήματα που υπάρχουν στο ταμείο του κράτους, αλλά με σύνεση, καθώς δεν γνωρίζει κανείς πότε θα τελειώσει η υγειονομική κρίση". Σημείωσε ότι η Ελλάδα κατάφερε να βγει στις αγορές και να μαζέψει 8,5 δισ. ευρώ ενώ -όπως είπε- αποπλήρωσε το πιο ακριβό τμήμα του δανείου της στο ΔΝΤ, ύψους 2,7 δισ.