Τσιπούρα και λαβράκι, δηλαδή τα δύο βασικά είδη τα οποία εκτρέφονται στις ελληνικές μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας, φαίνεται μέχρι τώρα ότι είναι και τα δύο είδη που δέχθηκαν το ισχυρότερο πλήγμα από την πανδημία. Μάλιστα, για την ελληνική παραγωγή τα πράγματα φαίνεται πως είναι ακόμη χειρότερα, αφενός διότι προέρχεται από μια δεκαετία όπου ο κλάδος βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού, αφετέρου διότι την ίδια στιγμή η Τουρκία εξακολουθεί να αυξάνει την παραγωγή της στα δύο αυτά είδη ψαριών και ταυτόχρονα και τη διείσδυσή της σε ξένες αγορές.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν πρόσφατα στη διάρκεια παγκόσμιου συνεδρίου για τις ιχθυοκαλλιέργειες (πραγματοποιήθηκε στις 6-8 Οκτωβρίου) και αναφέρονται και στην εξειδικευμένη ιστοσελίδα Undercurrent News, η νορβηγική εταιρεία Kontali εκτιμά ότι η μείωση της παραγωγής τσιπούρας και λαβρακίου φέτος θα είναι 6,3% παγκοσμίως σε σύγκριση με το 2019. Για τα δύο επόμενα χρόνια η Kontali προβλέπει αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής των δύο αυτών βασικών ειδών της λεγόμενης μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας, κατά 2,4% το 2021 και κατά 7,9% το 2022.
Η αύξηση αυτή, ωστόσο, αναμένεται κυρίως από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Τουρκία, η οποία ήδη παράγει πάνω από το 50% της παγκόσμιας παραγωγής σε λαβράκι και τσιπούρα, αφήνοντας τα τελευταία χρόνια στη δεύτερη θέση την Ελλάδα. Σε ό,τι αφορά την ελληνική παραγωγή, η Kontali εκτιμά ότι την επόμενη διετία αυτή θα παραμείνει περίπου στα ίδια επίπεδα με μια μικρή αύξηση το 2022, στις 120.000 τόνους, ενώ δέκα χρόνια πριν ήταν περίπου 140.000 τόνοι.
Η παραγωγή της Τουρκίας, η οποία το 2010 ήταν περίπου 60.000 τόνοι, το 2019 ξεπέρασε τις 200.000 τόνους. Το «φράγμα» των 200.000 τόνων αναμένεται να το ξεπεράσει η τουρκική παραγωγή και φέτος, παρά τη μείωση που καταγράφεται και στη γείτονα, ενώ το 2022 αναμένεται να πλησιάσει τις 230.000 τόνους.
Εκτός από την Τουρκία και χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία που είχαν παραγωγή, στο προσκήνιο βρίσκονται και άλλοι «παίκτες» που αναπτύσσουν μονάδες εκτροφής για λαβράκι και τσιπούρα, όπως η Κροατία, η Μάλτα, το Ισραήλ, η Πορτογαλία και η Κύπρος. Αν και συνολικά η παραγωγή των χωρών αυτών είναι από 60.000 τόνους, δεν παύουν να ασκούν ακόμη μία πίεση στην ελληνική παραγωγή, ειδικά, μάλιστα, καθώς την τελευταία δεκαετία καταγράφουν μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 10,4%.
Εύλογα θα μπορούσε να σκεφθεί κάποιος ότι η μείωση της παραγωγής φέτος οδηγεί σε αύξηση των τιμών, κάτι που αποζητούσε ο κλάδος μετά την κατάρρευση των τιμών τα τελευταία χρόνια και ειδικά το 2019. Πράγματι, τον Ιούνιο η τιμή για το ελληνικό λαβράκι στην Ιταλία –που αποτελεί τη βασική αγορά– είχε ανεβεί στα 4.50 ευρώ/κιλό από 3,60 ευρώ/κιλό τον Ιανουάριο, ενώ στην τσιπούρα η τιμή ήταν 4,70 ευρώ/κιλό από 4,50 ευρώ/κιλό στις αρχές του έτους.
Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα παρατηρείται «πάγωμα» των τιμών, καθώς η ύφεση δεν ευνοεί ανατιμήσεις, ενώ την ίδια ώρα οι πωλήσεις υπολείπονται σημαντικά αυτές των προηγούμενων ετών, δεδομένου ότι η μαζική εστίαση και ο τουρισμός εντός και εκτός Ελλάδας στην ουσία υπολειτούργησαν ακόμη και μετά την άρση του lockdown.
Κάμψη παραγωγής στις ιχθυοκαλλιέργειες
Για την εγχώρια παραγωγή προβλέπεται ότι την επόμενη διετία αυτή θα παραμείνει σταθερή με μια μικρή αύξηση το 2022, σε 120.000 τόνους, ενώ δέκα χρόνια πριν ήταν περίπου 140.000 τόνοι.