Οι παράγοντες που οδηγούν σε μειωμένα ποσοστά γεννήσεων και οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της υπογεννητικότητας βρέθηκαν στο επίκεντρο της εκδήλωσης με τίτλο «Οικογένεια και καριέρα: προκλήσεις και λύσεις για την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα» που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος (ACG) σε συνεργασία με την Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία HOPEgenesis. Εισηγήσεις στην εκδήλωση πραγματοποίησαν κορυφαίοι εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου, της επιστημονικής κοινότητας και της κοινωνικής προσφοράς: Η Υφυπουργός Υγείας, Ζωή Ράπτη, η Πρέσβης Καλής Θελήσεως της UNESCO, Πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων Παιδιών με καρκίνο «ΕΛΠΙΔΑ» και του «Ιδρύματος Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη», Μαριάννα Βαρδινογιάννη, ο Πρόεδρος και Ιδρυτής της ΑΣΤ.Μ.Κ.Ε. HOPEgenesis, Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Στέφανος Χανδακάς και η Καθηγήτρια και Κοσμήτορας του School of Business & Economics του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος, Δρ Άννα Τριανταφύλλου. Τη συζήτηση συντόνισε ο Πνευμονολόγος-Εντατικολόγος, Διευθυντής του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος, Καθηγητής Παναγιώτης Μπεχράκης.
Οι ομιλητές συμφώνησαν ότι το δημογραφικό πρόβλημα υπονομεύει το μέλλον του ελληνικού έθνους, θέτει σε κίνδυνο την ευημερία του τόπου και έχει βαρύτατες συνέπειες στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία. Η υγειονομική κρίση, δε, έρχεται να οξύνει περαιτέρω το πρόβλημα, αφού αυξάνει την ανασφάλεια και καθιστά τη δημιουργία οικογένειας ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση. Οι υγειονομικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας φαίνεται ότι δυσχεραίνουν επιπλέον το τοπίο που είχε διαμορφώσει η οικονομική κρίση των προηγούμενων ετών. Η οικονομική δυσπραγία φαίνεται να έχει ήδη λειτουργήσει ανασταλτικά προς τα σχέδια τεκνοποίησης για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, ενώ έχει οδηγήσει και στη μετανάστευση πολλά ζευγάρια αναπαραγωγικής ηλικίας. Την ίδια στιγμή, το πρόβλημα εντείνουν οι πρακτικές και πολιτισμικές δυσκολίες που σχετίζονται με τον συνδυασμό καριέρας και οικογένειας, ιδιαίτερα για τις γυναίκες.
Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο τόσο η Πολιτεία, όσο και ο ιδιωτικός τομέας να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο ασφάλειας, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες που θα υποστηρίζουν την οικογένεια και θα επιτρέπουν τον ισορροπημένο συνδυασμό επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής.
Σε δημογραφικές έρευνες και δημοσκοπήσεις που έχουν διεξαχθεί από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών παρατηρείται ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας έχει μειωθεί κατά 0,4% σε σχέση με το 2010 και προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω. Όπως ανέφερε κατά την τοποθέτησή της η Υφυπουργός Υγείας, Ζωή Ράπτη, από το 2011 έχει ξεκινήσει μια δραματική μείωση του πληθυσμού, δεδομένου ότι σύμφωνα με μελέτες, από περίπου 11 εκατ. Έλληνες, το 2050 ο πληθυσμός της χώρας θα έχει μειωθεί σε περίπου 9 εκατ. και το 2080 σε 7,8 εκατ. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, ο αριθμός των γεννήσεων μειώθηκε στις 1,38 το 2018 από 1,5 γεννήσεις το 2009, ενώ μέχρι το 2050 προβλέπεται ότι το 35% του πληθυσμού της χώρας θα είναι ηλικίας 65 ετών και άνω, ποσοστό που σήμερα υπολογίζεται σε 20%. «Καταλαβαίνουμε ότι οι συνέπειες της υπογεννητικότητας οδηγούν σε γήρανση του πληθυσμού, μείωση του εργατικού δυναμικού, επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ της χώρας και όλων των τομέων της οικονομίας, ενώ υπάρχει πολύ μεγάλη επιβάρυνση του ασφαλιστικού συστήματος, που αδυνατεί να υποστηρίξει οικονομικά τους ηλικιωμένους και κινδυνεύει να καταστεί μη βιώσιμο στο μέλλον» εξήγησε η κα Ράπτη.
Στην οικονομική κρίση, στην εργασιακή πίεση και την ελλιπή στήριξη που είχαν οι γυναίκες τα προηγούμενα χρόνια στο εργασιακό περιβάλλον, καθώς και στην περιορισμένη πρόσβαση των ανθρώπων που κατοικούν σε απομακρυσμένες περιοχές σε υπηρεσίες Υγείας εντόπισε, μεταξύ άλλων, τις αιτίες της υπογεννητικότητας η Υφυπουργός. Σε αυτό το πλαίσιο προκλήσεων επιχειρεί να απαντήσει η κυβέρνηση, σύμφωνα με την κα Ράπτη, μέσω μέτρων για τη στήριξη της οικογένειας, όπως η καθιέρωση επιδόματος 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που θα γεννιέται, η αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, η επαναφορά των επιδομάτων σε τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες τα οποία είχαν περικοπεί, η δυνατότητα να επιλέξει μια γυναίκα να κάνει χρήση της άδειας τοκετού στο χρόνο τον οποίο επιθυμεί, η παροχή δυνατότητας αύξησης του αριθμού των παιδιών που μπαίνουν σε παιδικούς σταθμούς και η ενίσχυση των ολοήμερων σχολείων. «Κάποια από αυτά τα μέτρα ήδη είναι σε εφαρμογή» δήλωσε.
Η ανάγκη για στήριξη των γυναικών για να ανταποκριθούν στους πολύπλευρους ρόλους τους γίνεται πιο επιτακτική αυτή την εποχή, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, ανέφερε με τη σειρά της η Πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων Παιδιών με καρκίνο «ΕΛΠΙΔΑ» και του «Ιδρύματος Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη», Μαριάννα Βαρδινογιάννη. «Οι ρόλοι της γυναίκας ως μητέρας, ως εργαζόμενης, ως νοικοκυράς, ως συντρόφου αλλά και ως φροντιστή των πιο ευάλωτων μελών της ευρύτερης οικογένειας επιβαρύνονται με αποτέλεσμα ένας ή περισσότεροι από αυτούς τους ρόλους να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα» εξήγησε η κα Βαρδινογιάννη. «Ζούμε σε έναν τόπο όπου οι παραδοσιακές αξίες της οικογένειας παραμένουν ο συνδετικός κρίκος της κοινωνίας μας. Όλα τα μέλη της οικογένειας βοηθούν και νοιάζονται το ένα για το άλλο. Γι’ αυτό ακριβώς και είναι πολύ σημαντικό να ληφθούν πρωτοβουλίες που θα στηρίξουν τα νέα ζευγάρια. Να δοθούν κίνητρα από την πολιτεία για τη δημιουργία οικογένειας. Αλλά κυρίως για να εδραιωθεί στη συνείδηση και στην καρδιά των νέων η βεβαιότητα ότι το αύριο μπορεί να είναι καλύτερο» υπογράμμισε.
Ο Μαιευτήρας-Γυναικολόγος και πρόεδρος και Ιδρυτής της ΑΣΤ.Μ.Κ.Ε. HOPEgenesis, Στέφανος Χανδακάς MD, MBA, PhD, σημείωσε από την πλευρά του ότι η οικογένεια πρέπει να προσεγγίζεται από την κοινωνία ως ένας πόλος ανάπτυξης και εξέλιξης. Έτσι, απαιτείται η οικονομική υποστήριξη σε όλες τις φάσεις της δημιουργίας οικογένειας, η οποία μπορεί να λειτουργήσει ενθαρρυντικά για πολλά. Το δημοσιονομικό κόστος ενός τέτοιου εγχειρήματος φαίνεται –για την ώρα– να αποτελεί «τροχοπέδη» για την υλοποίησή του, ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Χανδακά, το κόστος το οποίο θα κληθεί να καταβάλει η χώρα στο μέλλον για να στηρίξει άλλους τομείς, όπως για παράδειγμα το ασφαλιστικό σύστημα θα είναι πολλαπλάσιο.
Κατά τη δική της τοποθέτηση, η Καθηγήτρια και Κοσμήτορας του School of Business & Economics του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος, Δρ. Άννα Τριανταφύλλου, εξήγησε πως σε μικροοικονομικό επίπεδο και λόγω και της οικονομικής ανασφάλειας, καθώς τα οφέλη που βιώνουν οι γονείς από την απόκτηση παιδιών είναι κυρίως άυλα, η ζυγαριά των προτεραιοτήτων για τους νέους σήμερα τείνει να κλίνει περισσότερο προς την επαγγελματική σταδιοδρομία. Παράλληλα, σε μακροοικονομικό επίπεδο και επιπλέον της οικονομικής/υλιστικής προσέγγισης είναι χρήσιμο να εξετάσουμε και άλλες μεταβλητές κοινωνικής, πολιτισμικής ή ψυχολογικής φύσης, όπως ο τρόπος ζωής, η τοποθέτηση του ατόμου στο επίκεντρο του νοήματός της, οι ρόλοι των φύλων, οι δυσκολίες στις ανθρώπινες σχέσεις κ.ά.
Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις της υπογεννητικότητας, σύμφωνα με τη Δρα Τριανταφύλλου, η μη απόκτηση παιδιών βραχυπρόθεσμα φαίνεται να μειώνει τα έξοδα των νοικοκυριών αυξάνοντας φαινομενικά το κατά κεφαλή εισόδημα. Αυτή η εικόνα όμως έρχεται να ανατραπεί ριζικά στο μακροπρόθεσμο επίπεδο, με την υπογεννητικότητα να ασκεί πίεση στο ασφαλιστικό σύστημα, στην οικονομία και την κοινωνική πρόνοια αλλά και στις προοπτικές της κοινωνίας. «Μικρότερος αριθμός νέων ανθρώπων σημαίνει λιγότερες νέες ιδέες, λιγότερη καινοτομία, χαμηλότερη οικονομική αύξηση, χαμηλότερη ανάπτυξη, μικρότερη πρόοδο, καθιστώντας απαραίτητη την ανάληψη δράσης» εξήγησε.
«Εάν βελτιωθεί το γενικότερο κλίμα της οικονομίας και αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην πορεία της, επειδή οι άνθρωποι λειτουργούν με τις προσδοκίες, αυτό θα επιφέρει τη βελτίωση την οποία επιθυμούμε και στον τομέα της υπογεννητικότητας, μεταξύ άλλων. Η κοινωνική ασφάλεια ενισχύει την οικονομική ασφάλεια και αντίστροφα. Το αποτέλεσμα κατά την πανδημία είναι το αντίθετο, γιατί επηρεάζει την ανασφάλεια συνολικά και βέβαια δεν επιτρέπει στην οικονομία να ανακάμψει» τόνισε από την πλευρά της η Δρ Τριανταφύλλου. Καταλυτικός φαίνεται ότι είναι και ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα, καθώς είναι αυτός που καλείται να συμπληρώσει την κρατική πολιτική μέσα από την καινοτομία και την ευελιξία που διακρίνει την επιχειρηματική λογική και δραστηριότητα. «Η σύζευξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα παρατηρείται όλο και περισσότερο και βλέπουμε ότι επειδή ακριβώς ο ιδιωτικός τομέας έχει από φύση του την ανάγκη να είναι βιώσιμος, πάντοτε προτείνει λύσεις που είναι προς τη σωστή κατεύθυνση» κατέληξε η Δρ Τριανταφύλλου.