Πιο συγκεκριμένα ανέφερε:
«Κατ’ αρχάς, να ευχαριστήσω για την πρόσκληση. Πράγματι αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον κύριο Τσομώκο και την ομάδα του, γιατί έχουν κατορθώσει να καταστήσουν το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών πραγματικό σημείο αναφοράς για τη χώρα και την οικονομική της εξέλιξη, ενώ κατάφεραν να διατηρήσουν αυτό τον φάρο και μέσα στην πανδημία. Κάτι που δεν ήταν εύκολο ούτε αυτονόητο. Άρα, το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών είναι παράδειγμα της ελληνικής επιτυχίας των τελευταίων χρόνων.
Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον ΣΦΕΕ γι’ αυτή τη συζήτηση που κάνουμε τώρα.
Από την πρώτη ημέρα που ανέλαβα, με εντολή του κυρίου Πρωθυπουργού, το Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, θέση βαριά και δύσκολη, πρέπει να σας πω ότι προσπάθησα να βρω συνέχεια με την πολιτική των προηγουμένων κυβερνήσεων, δηλαδή πού μπορούσαμε να έχουμε συμφωνία και άρα να έχουμε κάποιες πολιτικές που θα είχαν το consensus, τη συναίνεση περισσότερων πολιτικών δυνάμεων στη χώρα, αλλά και να πάρουμε γρήγορα αποφάσεις για να βοηθήσουμε στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και την δημιουργία πολλών νέων θέσεων εργασίας, με υψηλές αμοιβές.
Έτσι, λοιπόν στα δρώμενα του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, είχα βρει ότι ο προκάτοχός μου κ. Δραγασάκης είχε συστήσει ομάδα εργασίας υπό την δική του καθοδήγηση και μελετούσαν την περίπτωση θεσμοθέτησης ενός επενδυτικού claw back.
Δεν έχω κανένα λόγο να κρύβω τι έκαναν οι προηγούμενοι. Μου αρέσει μάλιστα να δείχνω ότι μπορούμε να έχουμε συνέχεια στο κράτος, και ότι παρά την οξεία αντιπαράθεση που μπορεί να έχουμε καμιά φορά και τη διαπάλη των ιδεών, δεν παύουμε να είμαστε όλοι συμπατριώτες και να αγωνιζόμαστε για το κοινό καλό. Προφανώς το βλέπουμε πολλές φορές διαφορετικά, αλλά δεν είμαστε ούτε εχθροί, ούτε άνθρωποι που πρέπει να αποκλείουμε ο ένας τον άλλον. Πήρα λοιπόν αυτήν την ιδέα με τους δικούς μου συνεργάτες και συνεργαστήκαμε με τον ΣΦΕΕ. Το ξέρουν όλοι οι παριστάμενοι εδώ.
Νομοθετήσαμε με το Υπουργείο Υγείας σχεδόν αμέσως το επενδυτικό claw-back. Να φανταστείτε ότι ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε το επενδυτικό claw-back το Σεπτέμβριο του 2019 και τον ίδιο μήνα ψηφίστηκε ο σχετικός νόμος. Προλάβαμε κι εκδώσαμε την κοινή υπουργική απόφαση για να ξεκινήσει το επενδυτικό claw-back μέσα στο 2019 όταν και δώσαμε 50 εκατομμύρια. Το 2020 προχωρήσαμε σε νέα υπουργική απόφαση και επενδύσαμε 100 εκατομμύρια.
Και μπορώ να σας πω ότι έχουμε τη βούληση να προχωρήσουμε και σε μία τριετή, πιο σταθερή συμφωνία μεταξύ μας, αν όλα πάνε καλά και με το Ταμείο Ανάκαμψης, για να έχουμε ένα σταθερό επαγγελματικό περιβάλλον στο οποίο θα μπορούν οι φαρμακευτικές εταιρείες στην Ελλάδα να κάνουν, τι;
Προσέξτε, δεν είναι φοροαπαλλαγή το επενδυτικό claw-back, γι’ αυτό και δεν τίθεται ζήτημα κρατικών ενισχύσεων. Πρόκειται για κίνητρο που μειώνει το επιπλέον βάρος που βάζει το κράτος, γιατί το claw-back είναι ένα επιπλέον βάρος στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις έναντι της επιστροφής δαπάνης προς τον ΕΟΠΥ.
Άρα, σου αφαιρούμε ένα κομμάτι από αυτό το επιπλέον βάρος που σου βάζουμε με αντάλλαγμα τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, την έρευνα και ανάπτυξη στην Ελλάδα.
Πρέπει να σας πω ότι, μια και βλέπω εδώ και τον φίλο μου, τον κύριο Ζαχαρία Ραγκούση από την Pfizer, ένα πρώτο επιτυχημένο παράδειγμα αυτού του επενδυτικού εργαλείου ήταν η επένδυση της Pfizer στη Θεσσαλονίκη. Θα σας το επιβεβαιώσει ο κύριος Ραγκούσης. Στο γραφείο μου ήρθε η υπεύθυνη της Pfizer που μου εξήγησε ότι επρόκειτο να επιλέξουν μεταξύ έξι χωρών για το που θα έφτιαχναν αυτό το περίφημο digital center. Της παρουσιάσαμε τα κίνητρα και το επενδυτικό claw-back.
Προφανώς, η ελληνική ομάδα υπό τον κύριο Ραγκούση έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο, όπως σίγουρα και ο κύριος Μπουρλά, ο CEO της Pfizer, που είναι Έλληνας από την Θεσσαλονίκη. Ο συνδυασμός, λοιπόν, της καλής βούλησης της εταιρείας με τα κίνητρα που θεσπίσαμε εμείς οδήγησαν στο να επιλέξει η Pfizer την Ελλάδα μεταξύ των έξι χωρών.
Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη ξένη επένδυση την οποία έφερε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη άμα τη αναλήψει των καθηκόντων της. Η επένδυση προβλήθηκε πολύ έντονα στο διεθνή τύπο και μέχρι σήμερα πηγαίνει πάρα πολύ καλά. Μάλιστα έχουν τριπλασιάσει σχεδόν τις αρχικά υπολογιζόμενες θέσεις εργασίας.
Αλλά δεν είναι μόνο η Pfizer. Πλείστες ελληνικές και πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες έχουν κάνει χρήση αυτού του εργαλείου. Πάνω από 30 διαφορετικά επενδυτικά σχέδια έχουν κατατεθεί στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων και έχουν λάβει την έγκριση για να προχωρήσουν βάσει αυτού του εργαλείου. Και είμαι βέβαιος ότι τα επόμενα χρόνια, εφόσον όλα πάνε καλά, θα έχουμε πολύ περισσότερες τέτοιου τύπου επενδύσεις στην Ελλάδα.
Και το λέω αυτό διότι αυτή είναι έμπρακτη απόδειξη της πραγματικής βούλησης της Κυβερνήσεως του Κυριάκου Μητσοτάκη να δώσει ώθηση στις R & D επενδύσεις, στις επενδύσεις σε υψηλή εξειδίκευση, σε επενδύσεις που φέρνουν παραγόμενη προστιθέμενη αξία στη χώρα και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας».
Δευτερολογία
«Κατ’ αρχάς να πω σ’ όλους τους συμμετέχοντες ότι τους ευχαριστώ για τα καλά τους λόγια. Άκουσα πολλά καλά λόγια σήμερα για την δουλειά που κάνουμε στην κυβέρνηση και ιδίως στο Υπουργείο Ανάπτυξης & Επενδύσεων. Δεν είναι το πιο σύνηθες για εμένα να ακούω καλά λόγια. Συνήθως όλο κάτι έχουν να μου ζητήσουν ή κάτι να με κατηγορήσουν. Κατά συνέπεια, ήταν ευχάριστο αυτό. Αλλά η αλήθεια είναι ότι έχουμε κάνει δουλειά και αυτή φαίνεται.
Να αναφερθώ στο θέμα της πατέντας και ν’ απαντήσω στην ερώτηση του κ. Προέδρου. Κοιτάξτε, ο Πρόεδρος Μπάιντεν με την πρόταση την οποία έφερε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης με την πρόταση που έκανε και στο Πόρτο προχθές αλλά και πριν ένα χρόνο υιοθετώντας την πρόταση του κύριου Μόσιαλου και όσοι ηγέτες έχουν τεθεί υπέρ αυτής της προτάσεως διεθνώς δεν αφίστανται των προβλημάτων που έχει μία τέτοια πρόταση.
Όλοι καταλαβαίνουμε ότι ο σεβασμός της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της επιστημονικής έρευνας και της δημιουργίας νέων φαρμάκων. Και εγώ ως πρώην Υπουργός Υγείας μπορώ να σας πω μετά βεβαιότητας ότι χωρίς προστασία πνευματικής ιδιοκτησίας, νέο φάρμακο δεν μπορεί να βγει. Όσοι προσπάθησαν δε να βγάλουν νέα φάρμακα με κεντρικό σχεδιασμό απέτυχαν παταγωδώς.
Τα φάρμακα αποτελούν αποτέλεσμα κοπιώδους εργασίας και μεγάλου οικονομικού ρίσκου. Άρα, εάν δεν έχεις την βεβαιότητα ότι εφόσον επιτύχεις, θα έχεις και όφελος απ’ αυτό, δεν έχεις κίνητρο να κάνεις όλη την διαδικασία.
Όμως, γιατί έγινε η πρόταση παρ’ ότι τα γνωρίζουμε όλα αυτά; Διότι έπρεπε. Στην παγκόσμια κοινότητα ξεκίνησε ένας σοβαρός διάλογος για το πώς θα λύσουμε ένα υπαρκτό πρόβλημα, ότι δηλαδή οι πλούσιες χώρες του πλανήτη έχουν πράγματι προχωρήσει πολύ τους εμβολιασμούς τους κατά τον τρόπο που το ανέφερε και ο φίλος μου, ο κύριος Ραγκούσης.
Αν, όμως, δείτε τα ποσοστά εμβολιασθέντων μεταξύ, παραδείγματος χάριν, της Βόρειας Αμερικής, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ινδίας ή της Νότιας Αφρικής, θα δείτε ότι η διαφορά είναι χαώδης.
Εάν εμείς προσπεράσουμε αυτή τη χαώδη διαφορά με αδιαφορία επειδή έτυχε να είμαστε στην «καλή» περιοχή του πλανήτη και να εμβολιαστούμε, θα είναι προφανώς ένα πολύ μεγάλο ηθικό στίγμα για τη γενιά μας.
Άρα η πρόταση Μπάιντεν, για να πάω τώρα στον Πρόεδρο των ΗΠΑ που, αν θέλετε, λόγω του αξιώματος και της θέσης του το έθεσε με τη μεγαλύτερη ένταση στον παγκόσμιο διάλογο, αναγκάζει και τις εταιρίες να σκεφτούν τι πρέπει να κάνουμε για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα.
Πιθανόν να πουν ή όπως λένε «δεν είναι η κατάργηση της πατέντας η λύση, είναι η αύξηση της παραγωγής». Δεκτόν. Εμάς αυτό που μας νοιάζει ως πολιτικούς είναι να φτάσουν τα εμβόλια και στους φτωχούς ανθρώπους του πλανήτη. Αυτό μας νοιάζει.
Αν η πίεση ότι θα χάσουν την πατέντα, τους οδηγεί στο να παράγουν περισσότερα και να προσφέρουν περισσότερα στους φτωχούς του πλανήτη, το αποτέλεσμα έχει επιτευχθεί.
Η πολιτική είναι άσκηση ρεαλισμού. Το βέβαιον είναι ότι πρέπει και οι εταιρείες να βάλουν πλάτη στο να εμβολιάσουμε τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν σήμερα την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν αυτά τα εμβόλια.
Αν σε αυτό μπορούμε να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση, θα τα βρούμε. Εάν κάποιοι πουν «δεν με ενδιαφέρει, όσοι δεν έχουν λεφτά να πεθάνουν»,
δεν θα μας βρουν σύμφωνους σε καμία περίπτωση. Είναι τόσο απλό.
Έτυχε τώρα να έχουμε μια έκτακτη παγκόσμια συνθήκη η οποία μας αναγκάζει, για να διατηρήσουμε και την ανθρωπιά μας και τη συνύπαρξή μας με όλους τους άλλους σε αυτό τον πλανήτη, να σκεφτούμε και λίγο διαφορετικά απ’ ότι θα σκεφτόμασταν σε μια κανονική περίοδο. Άρα, η συζήτηση είναι χρήσιμη αρκεί να οδηγεί στο αποτέλεσμα που σας είπα.
Όσον αφορά στο ερώτημα του κ. Προέδρου: Καταρχάς όλες οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της υγείας ξεκίνησαν επί των ημερών μου ή λίγο πριν, κατά τη διάρκεια της θητείας του κυρίου Λοβέρδου και του κυρίου Σαλμά,.
Τότε φεύγοντας εγώ –θυμίζω- είχα αφήσει πολλά πράγματα έτοιμα στο συρτάρι. Θυμίζω το περίφημο πλαφόν στη συνταγογράφηση το οποίο εάν τότε είχε εφαρμοστεί δεν θα είχαμε φτάσει ποτέ στα δυσθεώρητα ύψη του claw back που είμαστε σήμερα και που διανύσαμε τα τελευταία χρόνια.
Δυστυχώς, τότε αντέδρασαν όλοι - και η φαρμακοβιομηχανία. Και για όλους τους άλλους που αντιδρούσαν υπήρχε μια λογική, για την φαρμακοβιομηχανία θα μου επιτρέψετε να πω ότι δεν υπήρχε καμία.
Εν πάση περιπτώσει, αυτά είναι ιστορία. Φυσικά, μέσα στην πανδημία δεν ήταν ο κατάλληλος χρόνος για μεταρρυθμίσεις γιατί εκεί όλη η δράση του Υπουργείου Υγείας απορροφήθηκε στη διαχείριση της πανδημίας.
Με τη λήξη της πανδημίας, όμως, ασφαλώς οι μεταρρυθμίσεις θα οδηγήσουν σ’ έναν έλεγχο του claw back - το claw back είναι εν μέρει και δικός μου Νόμος και του κυρίου Λοβέρδου- καθώς ποτέ δεν είχε ως χαρακτήρα να φτάσουμε στο 1 δισεκατομμύριο, ήταν να είναι πολύ λιγότερο. Άρα, πρέπει να βρεθεί λύση.
Και κλείνοντας να πω ότι με την πολιτική που έχουμε ήδη ασκήσει, έχουμε αποδείξει ότι θέλουμε να έχουμε ένα σταθερό επενδυτικό περιβάλλον για να έρθουν οι φαρμακοβιομηχανίες να επενδύσουν. Με τα έμπρακτα δείγματα γραφής που ήδη έχουμε, σας λέω: «ελάτε να επενδύσετε στην Ελλάδα. Έχει μια κυβέρνηση φιλοεπενδυτική και το περιβάλλον θα είναι σταθερό και χωρίς εκπλήξεις».