«Με αφορμή τον σημερινό εορτασμό της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων, επιλέξαμε να αποδώσουμε στους πολίτες της Αθήνας αλλά και στους επισκέπτες της πόλης το Μέγαρο Τσίλλερ-Λοβέρδου. Νομίζω ότι οι περισσότεροι Αθηναίοι δεν θα είχαν δει ότι υπάρχει ένα τέτοιο κτίριο στην οδό Μαυρομιχάλη, καθώς για πολλά χρόνια υπήρχαν σκαλωσιές και λινάτσες. Είναι ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτόνημα, το οποίο ήταν αρχικά το σπίτι του Τσίλλερ το οποίο αγοράστηκε από τον τραπεζίτη Διονύσιο Λοβέρδο. Ως αρχιτεκτόνημα έχει τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που το καθιστούν, σε συνδυασμό με τις μετατροπές που επέφερε ο Διονύσιος Λοβέρδος στη συνέχεια, ένα μνημείο το ίδιο», δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη.
«Αυτό το κτίριο αποκαταστάθηκε από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Με τον τρόπο αυτό, το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού εκπληρώνει δύο μεγάλες υποχρεώσεις. Η πρώτη ήταν να αποδώσει το μνημείο απέναντι στην πόλη. Η δεύτερη ήταν απέναντι στον συλλέκτη και τη μνήμη του, διότι ο Λοβέρδος με δωρεά προσέφερε και το σπίτι του και τη συλλογή του στο Βυζαντινό και Χριστιανικό μουσείο προκειμένου, η συλλογή του ή ένα μέρος της να εκτεθεί στο συγκεκριμένο κτίριο. Αυτό, λοιπόν, γίνεται σήμερα. Είμαστε πραγματικά χαρούμενοι που το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, με πάρα πολλή δουλειά του προσωπικού του, ολοκλήρωσε και αποδίδει στο αθηναϊκό κοινό το συγκεκριμένο Μέγαρο, το οποίο συνδυάζει στοιχεία νεοκλασικής αρχιτεκτονικής με στοιχεία βυζαντινής μουσειακής αρχιτεκτονικής. Επιπροσθέτως, η ίδια η συλλογή είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο. Εύχομαι οι Αθηναίοι να το αγαπήσουν και όσο το δυνατόν περισσότεροι επισκέπτες να έρθουν και να ψυχαγωγηθούν περιδιαβαίνοντας τις αίθουσές του», συμπλήρωσε η κ. Μενδώνη.
Το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού παρουσιάζει σε ένα ολιγόλεπτο βίντεο ξενάγηση στο μοναδικό κτίριο, παράρτημα του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Η διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, Αικατερίνη Δελλαπόρτα, παρουσιάζει τα εκθέματα και την ιστορία του κτιρίου, το οποίο θα λειτουργήσει ως παράγοντας αναβάθμισης του κέντρου της Αθήνας.
Σύμφωνα με πληροφορίες από το ΥΠΠΟΑ, το Μέγαρο, το οποίο φιλοξενεί τη συλλογή Λοβέρδου, χτίστηκε το 1882 από τον Ερνστ Τσίλλερ. Εδώ ζούσε ο σπουδαίος Γερμανός αρχιτέκτονας για περίπου 50 χρόνια, μέχρι το 1912, όταν το αγόρασε ο Διονύσιος Λοβέρδος, ο οποίος το αξιοποίησε ως οικία και μουσείο για την πλούσια συλλογή του με περισσότερα από 600 εκθέματα. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες και πιο σημαντικές συλλογές έργων μεταβυζαντινής θρησκευτικής τέχνης στην Ελλάδα.
Από την πρόσοψη και μόνο του κτιρίου συνειδητοποιεί κανείς ότι πρόκειται για ένα ιστορικό και πολιτιστικό τοπόσημο για την Αθήνα, κοσμείται από κεφαλές Καρυάτιδων, από αρχαιοπρεπή στοιχεία, τα οποία, όμως, συνδυάζονται με διακοσμητικά πολύ υψηλής ποιότητας. Στο εσωτερικό του υπάρχουν τοιχογραφίες, οροφογραφίες, τζάκια, μία ξυλόγλυπτη σκάλα που οδηγεί στο ανώγειο και φυσικά ξεχωρίζει η αίθουσα με τους μαρμάρινους κίονες. Η Συλλογή Λοβέρδου διαθέτει εικόνες κρητικής και επτανησιακής σχολής, παλαίτυπα και πολλά ξύλινα γλυπτά. Στον πρώτο όροφο έχουν τοποθετηθεί τέσσερα ξυλόγλυπτα τέμπλα του 18ου αιώνα. Τις εντυπώσεις κλέβει το παρεκκλήσι στην αυλή του κτιρίου. Εντυπωσιακής αρχιτεκτονικής, χωρίς ανοίγματα, με τρούλο και οκταγωνικό τύμπανο, φιλοξενεί εικόνες με τη μορφή της Θεοτόκου.
Στην καρδιά της νεοκλασικής οικίας βρίσκεται το Ελληνικό Δωμάτιο, το οποίο έχει προκύψει από τη συνένωση δύο ημιυπόγειων. Εδώ ήταν η τότε αίθουσα δεξιώσεων του Διονυσίου Λοβέρδου, ο οποίος υποδεχόταν την πνευματική αφρόκρεμα της εποχής του. Και εδώ θα βρούμε σκυριανή και ηπειρωτική αρχιτεκτονική. Το μουσείο διαθέτει ειδική πρόσβαση για Άτομα με Αναπηρία, χώρο εκδηλώσεων και αναψυκτήριο στο αίθριο.