Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, προϋπόθεση για την επιλογή αυτή είναι η διερεύνηση και κατά το δυνατόν τεκμηρίωση του ενδεχομένου ενδοσχολικής μετάδοσης και διασποράς, «μετά από ουσιαστική εκτίμηση κινδύνου και αξιολόγηση των τοπικών επιδημιολογικών και ιολογικών δεδομένων».Μάλιστα, στα κρούσματα αυτά δεν θα πρέπει να προσμετρώνται τα περιστατικά ενδοοικογενειακής ή άλλης εξωσχολικής μετάδοσης.
Μαθητής ή μέλος του προσωπικού που είναι εργαστηριακά επιβεβαιωμένο περιστατικό COVID-19, επιστρέφει στη σχολική μονάδα μετά την παρέλευση τουλάχιστον 10 ημερών από την έναρξη των συμπτωμάτων και την πάροδο τριών 24ώρων από την πλήρη υποχώρηση του πυρετού -χωρίς τη λήψη αντιπυρετικών- και τη βελτίωση των άλλων συμπτωμάτων.
Σε περίπτωση ασθενών με πολύ σοβαρή νόσο ή ανοσοκαταστολή, μπορεί το απαιτούμενο διάστημα από την έναρξη των συμπτωμάτων να φθάσει τις 20 ημέρες, σύμφωνα με τη γνώμη του θεράποντος ιατρού και εξαιρείται της υποχρέωσης του self test για διάστημα 90 ημερών από τη διάγνωση. Σημειώνεται ότι σε περίπτωση εκδήλωσης συμπτωμάτων κορωνοϊού κατά τη διάρκεια του διαστήματος αυτού, θα πρέπει να γίνεται διαγνωστικός εργαστηριακός έλεγχος με ταχύ τεστ ανίχνευσης αντιγόνου (rapid test) ή με μοριακό έλεγχο (RT-PCR) σε δομή υγείας.
Στις νέες οδηγίες διευρύνεται αριθμητικά η έννοια της συρροής κρουσμάτων σε σχέση με το προηγούμενο υγειονομικό πρωτόκολλο λειτουργίας. Συγκεκριμένα αυξάνεται κατά ένα ο αριθμός των κρουσμάτων που θεωρούνται συρροή, δηλαδή από δύο ή τρία επιβεβαιωμένα περιστατικά COVID-19 σε «τέσσερα ή περισσότερα».
Σημειώνεται ότι μέχρι χθες το απόγευμα, Πέμπτη 20 Μαίου, τα κλειστά τμήματα σχολείων λόγω κορωνοϊού πλησίαζαν τα 900 συνολικά.