Τον Θείο Λόγο κήρυξε ο μέγας ιεροκήρυξ Πανάρετος, ο οποίος τέλεσε τον Μ. Εσπερινό.
Τον Παναγιώτατο καλωσόρισε ο μητροπολίτης Τρανουπόλεως Γερμανός, αρχιερατικώς προϊστάμενος της Κοινότητος Σταυροδρομίου.
Εκκλησιάστηκαν οι μητροπολίτες Προικοννήσου Ιωσήφ, Μπουένος 'Αιρες Ιωσήφ, Σουηδίας Κλεόπας, οι επίσκοποι Τράλλεων Βενιαμίν και Χριστουπόλεως Εμμανουήλ, ο εψηφισμένος επίσκοπος Ναζιανζού Αθηναγόρας, καθώς και πιστοί από την Πόλη.
Η ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχου
«Ημείς εδώ εις την Βασιλεύουσαν έχομεν λόγους να τιμώμεν εξόχως την μνήμην των δύο αυτών Αγίων», είπε στην ομιλία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης και συνέχισε: «Διότι η ιστορία της Πόλεως, εις την οποίαν με την χάριν του Θεού κατοικούμεν, είναι στενώς συνδεδεμένη με τας δύο αυτάς ιεράς μορφάς της Εκκλησίας μας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος όχι μόνον ανέδειξε την Πόλιν μας εις πρωτεύουσαν της πανισχύρου τότε Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την ετίμησε με το όνομά του, αλλά συνέβαλε καθοριστικώς και εις την εδραίωσιν και εις την ελευθέραν πλέον διάδοσιν της εις Χριστόν πίστεως εις τον κόσμον. Αλλά και η μήτηρ του, η μακαρία Ελένη, έχει συνυφασμένην την πορείαν και την δραστηριότητά της με το έργον και τα ευσεβή κατορθώματα του υιού της.
Ο βίος και των δύο Αγίων είναι, όμως, αρρήκτως ηνωμένος και με τον Τίμιον Σταυρόν. Η ζωή των υπήρξε πορεία αναστάσεως διά του Σταυρού. Του Σταυρού επί του οποίου ήπλωσε τας χείρας Του ο Λυτρωτής μας Ιησούς. Και η μεν Αγία Ελένη ηξιώθη να ανεύρη τον απωλεσθέντα Τίμιον Σταυρόν και να τον υψώση εις προσκύνησιν των επερχομένων γενεών, ο δε Μέγας Κωνσταντίνος, ιδών το σημείον του Σταυρού εν τω ουρανώ μετά της επιγραφής "εν τούτω νίκα" και πειθόμενος τη ουρανίω οπτασία, διέταξε την κατασκευήν λαβάρων φερόντων το σημείον τούτο. Και διά της πίστεως εις την δύναμιν του Σταυρού όχι μόνον ενίκησε τους εναντίους και εδραίωσε την βασιλείαν του, αλλά εκράτυνε και την πίστιν του εις Χριστόν Εσταυρωμένον.
Εις τον Σταυρόν του Χριστού, λοιπόν, επίστευσαν οι δύο 'Αγιοι και δι᾽ αυτού έγιναν κήρυκες αναστάσεως και ζωής εις τα έθνη. Διά τον λόγον αυτόν, και η Ορθόδοξος εικονογραφία μας, πολύ χαρακτηριστικά και παραστατικά, απεικονίζει τους δύο τιμωμένους σήμερον Αγίους έχοντας εις το μέσον αυτών τον Τίμιον Σταυρόν, ως το σύμβολον εκείνον διά του οποίου ούτοι ανεδείχθησαν και έφθασαν εις το ύψος της αγιότητος.
Αλλά και η ζωή των Χριστιανών, και ιδιαιτέρως η ζωή των Χριστιανών Ορθοδό-ξων της Πόλεως ταύτης και της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, είναι μία εναλλαγή σταυρωσίμων και αναστασίμων ημερών και καταστάσεων. Η τοιαύτη δε εναλλαγή μας δίδει, και πρέπει να μας δίδη, ενθάρρυνσιν και αισιοδοξίαν, σθένος και ελπίδα, προς καρτερικήν αντιμετώπισιν των δυσαρέστων καταστάσεων και των δοκιμασιών, εφ' όσον θα τας ακολουθήσουν αι άλλαι, αι αναστάσιμοι. Όμως, και αν ακόμη αργήση να έλθη η ανάστασις, ο Χριστιανός ο οποίος πιστεύει ενσυνειδήτως εις Χριστόν Εσταυρωμένον, ουδόλως πρέπει να κλονίζεται και να απογοητεύεται.
Αυτό είναι το δίδαγμα το οποίον αποκομίζομεν από τον βίον των σήμερον εορταζομένων Αγίων και λαμβάνομεν ως εφόδιον της ζωής μας: την πίστιν εις τον Σταυρόν του Χριστού, δι' ου "το παν καινουργείται" και ανατέλλει η ζωή και η ανάστασις».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ