«Με λένε Ρενέ. Είµαι πενήντα τεσσάρων ετών. Εδώ και είκοσι επτά χρόνια είµαι θυρωρός στο 7 της οδού Γκρενέλ, ένα αρχοντικό κτίριο µε εσωτερικό κήπο και αυλή, χωρισµένο σε οκτώ υπερπολυτελή διαµερίσµατα, όλα κατοικηµένα, όλα πελώρια. Είµαι χήρα, κοντή, άσχηµη, παχουλή, έχω κότσια στα πόδια και, αν πιστέψουµε κάποια από τη φύση τους δυσάρεστα πρωινά, κακοσµία στην αναπνοή… Είµαι σπανίως αξιαγάπητη, αν και πάντα ευγενική, αλλά µε ανέχονται παρ’ όλα αυτά επειδή ανταποκρίνοµαι τέλεια σε αυτό που η κοινωνική δοξασία έχει συµπυκνώσει ως στερεότυπο θυρωρίνας, είµαι, εν ολίγοις, ένα από τα πολλά γρανάζια που κινούν τη µεγάλη οικουµενική ψευδαίσθηση, σύµφωνα µε την οποία η ζωή έχει ένα νόηµα που µπορεί άνετα να αποκωδικοποιηθεί».
«Με λένε Παλόµα. Είµαι δώδεκα χρονών και κατοικώ στο 7 της οδού Γκρενέλ, σ’ ένα πολυτελές διαµέρισµα. Οι γονείς µου είναι πλούσιοι, η οικογένειά µου είναι πλούσια και εποµένως η αδελφή µου κι εγώ είµαστε δυνητικά πλούσιες… Παρ’ όλα αυτά, παρά την τόση εύνοια της τύχης και τα τόσα πλούτη, ξέρω εδώ και πολύ καιρό ότι ο τελικός προορισµός είναι η γυάλα για τα χρυσόψαρα. Πώς το ξέρω; Συµβαίνει να είµαι πολύ ευφυής. Εξαιρετικά ευφυής µάλιστα… Το σίγουρο είναι πάντως ότι στη γυάλα εγώ δε θα µπω… Γι’ αυτό και πήρα την απόφασή µου: στο τέλος αυτής της σχολικής χρονιάς, τη µέρα που θα µπαίνω στα δεκατρία, στις 16 Ιουνίου, θα αυτοκτονήσω».
Συναρπαστικοί εσωτερικοί µονόλογοι δύο φαινοµενικά ασύµβατων ηρωίδων, που θα συγκλίνουν, σχεδόν νοµοτελειακά, σε έναν ακόµη συναρπαστικότερο διάλογο. Η Κοµψότητα του σκαντζόχοιρου, που πρωτοκυκλοφόρησε το 2006, είναι ένα κλασικό πλέον βιβλίο που διαβάζεται ξανά και ξανά