Ειδικότερα, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας τόνισε ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται και γερνάει και σημείωσε ότι από το 2011, όπως αποδεικνύουν σχετικές έρευνες, η χώρα μας έχει μπει σε μια νέα φάση, πρωτοφανή στα μεταπολεμικά χρόνια. Αναφέρθηκε, επίσης, στην ανασφάλεια και αβεβαιότητα, που αισθάνονται οι νέοι άνθρωποι και ιδιαίτερα οι γυναίκες μπροστά στην απόφαση να δημιουργήσουν οικογένεια και πρόσθεσε ότι το δημογραφικό ζήτημα αποτελεί εθνική προτεραιότητα, προκειμένου να αποτραπεί η μετατροπή της πατρίδας μας στην πιο γερασμένη χώρα της Ευρώπης.
"Οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις. Από την αρχή της οικονομικής κρίσης πολλοί Έλληνες, ιδίως νέοι, εγκαταλείπουν τη χώρα αναζητώντας καλύτερη τύχη στο εξωτερικό. Η ικμάδα του έθνους αποξηραίνεται. Η γήρανση του πληθυσμού, με δεδομένη τη ραγδαία αύξηση του προσδόκιμου της ζωής, είναι ολοφάνερη. Το αποδεικνύουν οι αριθμοί: το 1961 μόλις το 8,3% του πληθυσμού ήταν γηραιότερο των 65 ετών, ενώ το 26,2% ήταν νεότερο των 14 ετών. Το 2020 η σύνθεση του πληθυσμού ήταν εντελώς διαφορετική: το 22,3 % ήταν άνω των 65 ετών, και μόλις το 14,2% κάτω των δεκατεσσάρων. Σύμφωνα με σχετικά πρόσφατα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ο δείκτης γήρανσης, ο λόγος δηλαδή του πληθυσμού ηλικίας άνω των 65 ετών προς τον πληθυσμό ηλικίας 0-14 ετών, ανέρχεται σήμερα σε 156,2. Ένα στοιχείο πολύ αποθαρρυντικό", δήλωσε.
Παράλληλα, σημείωσε ότι σύμφωνα με όλες τις έρευνες και τις μετρήσεις των ειδικών, η περαιτέρω μείωση του πληθυσμού είναι αναπόφευκτη. "Όπως καταγράφηκε σε έρευνα της διαΝΕΟσις η οποία πραγματοποιήθηκε το 2016, ο πληθυσμός της χώρας μας, από τα 10,7 περίπου εκατομμύρια που είναι σήμερα, το 2050 θα μειωθεί στα δέκα. Και αυτό είναι το αισιόδοξο σενάριο. Το απαισιόδοξο υπολογίζει ότι οι Έλληνες θα είναι ακόμη λιγότεροι, 8,3 εκατομμύρια περίπου" πρόσθεσε.
Αναφερόμενη στις επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης, υποστήριξε ότι "θα είναι καταλυτικές σε μια σειρά από ζητήματα όπως η γεωπολιτική θέση της χώρας, οι αναπτυξιακές της δυνατότητες, η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού, η ισορροπία μεταξύ των γενεών".
Περιγράφοντας τη συνθετότητα του δημογραφικού μας προβλήματος τόνισε ότι "δεν είναι ότι οι Έλληνες δεν θέλουν παιδιά, ότι αργούν να ενηλικιωθούν και να αναλάβουν ευθύνες, ότι τους αποτρέπουν οι δυσχερείς οικονομικές συνθήκες. Και μεταπολεμικά ήταν δύσκολες οι συνθήκες. Όμως τότε δεν επικρατούσε το σημερινό κλίμα αβεβαιότητας, ανασφάλειας, αποθάρρυνσης. Τότε υπήρχε ελπίδα. Σήμερα οι νέοι μας φοβούνται το αύριο, δεν το αντιμετωπίζουν με αισιοδοξία, με τη φυσική ορμή της ηλικίας τους. Φοβούνται ότι θα ζήσουν χειρότερα από τους γονείς τους. Δεν εμπιστεύονται το οικονομικό σύστημα, ανησυχούν για την κατάσταση του πλανήτη και την κλιματική αλλαγή".
Όπως είπε, το κάποτε ρητορικό ερώτημα "σε τι κόσμο θα φέρω τα παιδιά μου;" έχει σήμερα ρεαλιστική, άκρως ανησυχητική βάση. "Ειδικότερα οι νέες γυναίκες διαπιστώνουν ότι η παραμονή και η ανέλιξή τους στην αγορά εργασίας δεν διασφαλίζεται πλήρως μετά την τεκνοποιία. Ακόμη κι όταν καταφέρνουν να διατηρήσουν την εργασία τους και να προχωρήσουν, οι νέες μητέρες εξακολουθούν να επωμίζονται ανισομερώς τις οικογενειακές ευθύνες, να δυσκολεύονται να εναρμονίσουν οικογενειακή και επαγγελματική ζωή και, πολύ συχνά, ιδίως οι μητέρες μονογονεϊκών οικογενειών, να αισθάνονται μόνες, χωρίς καμιά προνοιακή στήριξη" συμπλήρωσε.
Για τους λόγους αυτούς, χαρακτήρισε, πολύ ουσιαστική την πρωτοβουλία της Εurobank να αναδείξει το δημογραφικό ζήτημα ως εθνική προτεραιότητα, συνεργαζόμενη με θεσμικούς και κοινωνικούς εταίρους σε δράσεις που θα αποτρέψουν τη μετατροπή της πατρίδας μας στην πιο γερασμένη χώρα της Ευρώπης και τόνισε ότι είναι ιδιαίτερα σημαντική η εστίαση στις ακριτικές περιοχές της χώρας μας.
Τέλος, αναφέρθηκε και στο θέμα της ενσωμάτωσης των μεταναστών, ιδιαίτερα αυτών που προσπαθούν να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία. "Η ομαλή ένταξη τους δεν συμβάλλει μόνο στην οικονομική ανάπτυξη, αλλά βοηθά και στην τόσο αναγκαία ανανέωση του πληθυσμιακού δυναμικού της χώρας μας", κατέληξε.