Το BusinessNews.gr επεξεργάστηκε τις προτάσεις των φορέων για τον κατώτατο μισθό μετά τη δημοσιοποίησή τους (την Πέμπτη 22/7) από το υπουργείο Εργασίας. Θυμίζουμε πως έγινε διαβούλευση και συντάχθηκε σχέδιο πορίσματος από το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) σε συνεργασία με πενταμελή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων.
Οι τελικές αποφάσεις για κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο θα ληφθούν τη Δευτέρα 26 Ιουλίου στο υπουργικό συμβούλιο, κατόπιν εισήγησης του υπουργού Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη.
Στη διαβούλευση που ολοκληρώθηκε στις 30 Ιουνίου συμμετείχαν: Εκ μέρους των εργαζομένων η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.), εκ μέρους των εργοδοτών, η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.), η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.), ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος (Σ.Β.Ε.) ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.) και ο Σύνδεσμός Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.), η Τράπεζα της Ελλάδος, η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), ο Ο.Α.Ε.Δ., το ΚΕΠΕ, ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ.), το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (Ε.Ι.Ε.Α.Δ.), το Ινστιτούτο Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε. (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ), το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε. (ΙΜΕ- ΓΣΕΒΕΕ), το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ε.Σ.Ε.Ε.(ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ), το Ινστιτούτο του Σ.Ε.Τ.Ε. (INSETE) και ο Ι.Ο.Β.Ε.
Ακολουθούν συμπεράσματα από τις εκθέσεις των εξειδικευμένων επιστημονικών, κοινωνικών εταίρων και ερευνητικών φορέων:
Τράπεζα της Ελλάδας: Κανένα περιθώριο αύξησης
Η Τράπεζα της Ελλάδος αναφέρει στο πόρισμά της ότι «μια αύξηση του κατώτατου μισθού που οδηγεί σε αύξηση της πίεσης στο μισθολογικό κόστος δύναται, ceteris paribus, να έχει αρνητικές επιδράσεις στην απασχόληση. Επίσης, από τη χαρτογράφηση των αναστολών των συμβάσεων εργασίας μέσω του Π/Σ ΕΡΓΑΝΗ αποτυπώνεται ότι οι θέσεις εργασίας σε αναστολή είναι συγκριτικά περισσότερες σε κλάδους και επιχειρήσεις όπου το ποσοστό των αμειβομένων με κατώτατο μισθό είναι επίσης υψηλό. Συνεπώς, στην
παρούσα συγκυρία μια αύξηση του κατώτατου μισθού θα αύξανε την πίεση σε κλάδους που ήδη πλήττονται από την πανδημία, με πιθανές σημαντικές επιπτώσεις στην απασχόληση.
Σε αυτό το δυσμενές πλαίσιο και δεδομένης της μεγάλης αβεβαιότητας ως προς την εξέλιξη της πανδημίας, κρίνεται ότι δεν υπάρχει περιθώριο για μια αύξηση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων το 2021. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα συνιστούσε μία πρόσθετη αρνητική διαταραχή στο κόστος ενός μεγάλου εύρους επιχειρήσεων, και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων στην παρούσα συγκυρία (όπως μικρές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις στο εμπόριο, στα καταλύματα και στην εστίαση), επιτείνοντας τον κίνδυνο απώλειας θέσεων εργασίας ή μετατροπής θέσεων πλήρους απασχόλησης σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Ο κίνδυνος απώλειας θέσεων εργασίας αυξάνεται περαιτέρω από το ενδεχόμενο να μην επιβιώσουν οι πιο ευάλωτες επιχειρήσεις στους κλάδους που πλήττονται περισσότερο από την πανδημία. Σε ένα περιβάλλον με ιδιαίτερα υψηλή ανεργία, η απώλεια θέσεων εργασίας συνιστά μια δυσμενή εξέλιξη με δυνητικά επίμονες αρνητικές επιδράσεις, ιδιαίτερα για τις πιο ευάλωτες κατηγορίες εργαζομένων όπως οι νέοι και οι εργαζόμενοι χαμηλής εξειδίκευσης.
Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.): Δεν εκφράζει θέση
Η Ελληνική Στατιστική Αρχή δεν προτείνει αύξηση ή πάγωμα αλλά παραθέτει στοιχεία για τον Δείκτη Μισθολογικού Κόστους, Δ’ τριμήνου 2020 και την Διάρθρωση μισθών ανά κλάδο έτους 2018.
Επίσης προτείνει να συμπεριληφθεί στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (ΑΠΔ) του e-ΕΦΚΑ πεδίο με τις ώρες εργασίας έτσι ώστε να περιλαμβάνονται όλες οι μεταβλητές που απαιτούνται και να διερευνηθεί το «κατώτατο ωρομίσθιο».
ΟΑΕΔ: Επιβάρυνση Προϋπολογισμού του (ΟΑΕΔ) και συσχέτιση με ΑΕΠ και πληθωρισμό
Ο ΟΑΕΔ δεν κάνει επίσης κάποια πρόταση, αν και στη σχετική νομοθεσία προβλέπεται συμμετοχή του ΟΑΕΔ στη διαβούλευση για τη νομοθέτηση του ύψους του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου. Όμως δεν έχουν περιληφθεί αρμοδιότητες σχετικές με τη διαδικασία αξιολόγησης και διαμόρφωσης αυτού, επί τη βάσει των οποίων θα είχε συσταθεί στον φορέα σχετική οργανωτική μονάδα, η οποία δεν υφίσταται, ούτως ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση της προσαρμογής των ορίων του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου στις επίκαιρες οικονομικές συνθήκες.
Ο ΟΑΕΔ όμως συμβάλει στον μηχανισμό διαμόρφωσης των νομίμων κατώτατων ορίων μισθού και ημερομισθίου μέσω της ανάδειξης των επιπτώσεων της προσαρμογής αυτών στον προϋπολογισμό του, καθώς αποτελούν τη βάση του υπολογισμού των παροχών και των ενισχύσεων τόσο στις παθητικές όσο και στις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης.
Έτσι, πιθανή αύξηση των κατώτατων ορίων μισθού και ημερομισθίου κατά 1% θα επιφέρει αύξηση των δαπανών του ΟΑΕΔ για τις αναφερόμενες παροχές κατά 14.179.198,83 € (στις δαπάνες δεν συμπεριλαμβάνονται έκτακτες δαπάνες λόγω COVID 19), για την οποία θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και η θεσμοθετημένη μείωση των εισφορών υπέρ ΟΑΕΔ κατά 3% από 01.01.2021.
Καταλήγει επισημαίνοντας ότι σε κάθε περίπτωση η οποιασδήποτε τάξης μεγέθους αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνδυαστεί με τις μεταβολές του ΑΕΠ και του δείκτη τιμών του καταναλωτή (πληθωρισμός).
ΚΕΠΕ: Ναι, αλλά όχι τώρα λόγω πανδημίας
Γενικά το ΚΕΠΕ δεν είναι αρνητικό στην αύξηση του κατώτατου μισθού και κάνει μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση, επισημαίονοντας ότι το 2019 όταν έγινε αύξηση 11% του κατώτατου μισθού περιορίστηκε σε συγκεκριμένες κατηγορίες και δεν υπήρξε διάχυση σε ανώτερες κατηγορίες μισθού. Όμως λόγω της πανδημίας και της πτώσης του ΑΕΠ αυξήθηκε το μοναδιαίο κόστος εργασίας, περιορίζοντας την ανταγωνιστικότητα (σ.σ. αυτό σημειώνει και η Τράπεζα της Ελλάδος).
Συνεπώς το ΚΕΠΕ σημειώνει «Στο βαθμό που ο μέσος μισθός συγκλίνει με τον κατώτατο, ειδικά σε συγκεκριμένους κλάδους, και υπάρχει κίνητρο υποδηλωμένης εργασίας πρέπει το ΣΕΠΕ να προφυλάξει τους εργαζόμενους από έκνομες πρακτικές και, συγχρόνως, να αποτρέψει τον αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων που τηρούν το νόμο και επιχειρήσεων που παρανομούν.»
Και καταλήγει «Εφόσον αποκατασταθεί η ομαλότητα στην οικονομία και αυτή καταγράψει συστηματικά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης του κατώτατου μισθού. Η όποια απόφαση για αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού είναι σκόπιμο να μην είναι ξαφνική για τις επιχειρήσεις ούτε να αλλάζει δραστικά τον βραχυχρόνιο προγραμματισμό τους. Η έγκαιρη αναγγελία, καθώς και η ισχύς του από την αρχή του επόμενου έτους θεωρούνται διεθνώς καλές πρακτικές. Επιπλέον, θα διευκόλυνε τους εμπλεκόμενους επιστημονικούς φορείς αν η διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού χρονικά εξελισσόταν παράλληλα με τη διαθεσιμότητα στατιστικών δεδομένων, τα οποία την άνοιξη δεν είναι ακόμα διαθέσιμα.»
Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ.)
Δεν κάνει καμία αναφορά στην προσέγγιση του θέματος, απλώς παραθέτει εργατικές περιπτώσεις που μεσολάβησε ως αρμόδιος φορέας παροχής υπηρεσιών μεσολάβησης και διαιτησίας προς τις εργατικές
και εργοδοτικές οργανώσεις, καθώς και προς μεμονωμένους εργοδότες, με σκοπό την υποστήριξη των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και την επίλυση συλλογικών διαφορών εργασίας
Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (Ε.Ι.Ε.Α.Δ.): Ίσως αύξηση 1,53%
Το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού διατυπώνει δύο προτάσεις:
1. Ο κατώτατος μισθός μα παραμείνει αμετάβλητος στα 650 ευρώ, με συνοδευτικά μέτρα ενίσχυσης των χαμηλόμισθων όπως ενδεικτικά η αναψηλάφηση του ζητήματος των προσαυξήσεων των τριετιών προϋπηρεσίας στον κατώτατο μισθό ή μια μικρή αύξηση του αφορολόγητου.
2. Αύξηση κατά 1,53% στα 660 ευρώ που αντιστοιχεί στο ήμισυ της πιθανής αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας τον επόμενο χρόνο.
Το Ινστιτούτο κάνει και μια σύντομη αξιολόγηση στο πως επηρέασε την οικονομία η αύξηση του κατώτατου μισθού 11% το 2019 σημειώνοντας ότι δεν δημιούργησε αρνητικές συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας καθώς είχε συμβεί σε οικονομικό περιβάλλον επανεκκίνησης της οικονομίας.
Ινστιτούτο Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε. (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ): Επιτακτική η αύξηση
Η θέση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι, για να είναι επαρκές το επίπεδο του κατώτατου μισθού, θα πρέπει να αντιστοιχεί στο ύψος του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης. Σημειώνει πως η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι η 5η χαμηλότερη σε όλη την ΕΕ και η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος το οποίο υπέστη απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού σε σχέση με το επίπεδο του 2010 (-9,45%), όταν στα υπόλοιπα κράτη-μέλη υπήρξε πολύ μεγάλη αύξηση. Επίσης αναφέρει πως η χώρα μας με λιγότερα από 4,5 ευρώ ίδιας αγοραστικής δύναμης έχει πλέον χαμηλότερη πραγματική αγοραστική δύναμη από ορισμένα κράτη-μέλη της ανατολικής Ευρώπης, καθώς το κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερο.
Προσθέτει πως παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,9% το 2019, αυτός παραμένει κάτω από το όριο της σχετικής και της απόλυτης φτώχειας, αφού αντιστοιχεί στο 48,2% του διάμεσου μισθού. Είναι συνεπώς απολύτως αναγκαίο να ενεργοποιηθούν διαδικασίες αύξησης και προσαρμογής του κατώτατου μισθού.
Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, το 60% του διάμεσου μισθού είναι 783 ευρώ, ενώ με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ είναι 809 ευρώ. Συνεπώς, στην πρώτη περίπτωση ο τρέχων κατώτατος ονομαστικός μισθός πρέπει να αυξηθεί μηνιαίως κατά 133 ευρώ, ενώ στη δεύτερη κατά 159 ευρώ.
Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε. (ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ): Προτεραιότητα η στήριξη επιχειρήσεων, όχι η αύξηση του μισθού
Το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε. θεωρεί ως προτεραιότητα τη λήψη μέτρων για την στήριξη των επιχειρήσεων κατά το διάστημα της σταδιακής επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά τους και η διατήρηση των θέσεων εργασίας και μετά την όποια αύξηση του μισθού.
Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ε.Σ.Ε.Ε.(ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ): Όχι στην αύξηση του μισθού
Το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ε.Σ.Ε.Ε.(ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ) θεωρεί πρέπει να αποφευχθούν αποφάσεις που διογκώσουν το κόστος εργασίας κατά την τρέχουσα περίοδο κατά την οποία ειδικά οι εμπορικές επιχειρήσεις είναι εξαιερετικά ευάλωτες.
Ινστιτούτο του Σ.Ε.Τ.Ε. (INSETE): Όχι αύξηση το 2021, αλλά το 2022
Το Ινστιτούτο του Σ.Ε.Τ.Ε. (INSETE) σημειώνει ότι στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία και τις συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία του Covid-19 δεν ενδείκνυται μια αύξηση του κατώτατου μισθού το 2021. Από την άλλη πλευρά, οι καλές προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας το 2021 και ακόμη περισσότερο το 2022 δικαιολογούν απολύτως την πολιτική της διατήρησης του κατώτατου μισθού κατά το τρέχον έτος στα σημερινά επίπεδα, παρά τη μεγάλη μείωση του ΑΕΠ και την επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας το 2020. Η εκτίμησή μας είναι ότι το 2022 η ταχύτερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η συμβολή των νέων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών πόρων θα οδηγήσει σε μια σημαντική βελτίωση του ΑΕΠ και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και θα δημιουργήσει ένα προσφορότερο και ευνοϊκό πλαίσιο για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού.
Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (Ι.Ο.Β.Ε.): Όχι τώρα, αλλά όταν αυξηθεί η η παραγωγικότητα
Το Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (Ι.Ο.Β.Ε.) σημειώνει στην αξιολόγησή του ότι λόγω της τρέχουσας συγκυρίας δηλαδή εν μέσω της κρίσης πανδημίας και της υψηλής αβεβαιότητας, το τρέχον επίπεδο του κατώτατου μισθού δεν κρίνεται σκόπιμο να αλλάξει. Όμως μεσοπρόθεσμα, κρίνεται σκόπιμο οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού να συνυπολογίζουν το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας.
Και εξηγεί μία αύξηση του επιπέδου του του Ισχύοντος Νομοθετημένου Κατώτατου Μισθού ταχύτερη από αυτήν της παραγωγικότητας θα επιβράδυνε περαιτέρω την αποκλιμάκωση της ακόμα πολύ υψηλής ανεργίας, θα ενέτεινε τη θεμελιώδη πίεση στην αγορά εργασίας ένεκα της πανδημίας όταν τα τρέχοντα προσωρινά μέτρα στήριξής της σταδιακά θα αποσύρονται, με αρνητικές συνέπειες στην «απασχολησιμότητα» του άνεργου ανθρώπινου δυναμικού και στις προοπτικές μακροχρόνιας ανάπτυξης της χώρας.
Η άνοδος των μισθών στο σύνολο της οικονομίας όμως αναμένεται να προκύψει μέσα από επενδύσεις σε πάγιο και ανθρώπινο κεφάλαιο, οι οποίες και θα βελτιώσουν την επί σειράς ετών αδύναμη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Στο πλαίσιο της ταχύτερης οικονομικής ανάκαμψης που έχει ανάγκη σήμερα η Ελληνική οικονομία, προτείνεται να δοθεί προτεραιότητα αξιοποίησης ενδεχόμενου δημοσιονομικού χώρου στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ειδικά σε σχέση με τη φορολογία της εργασίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, με μέτρα μόνιμης διάρκειας. Αυτό θα έχει άμεσα θετικές συνέπειες στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, βελτιώνοντας την σχετική αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων εισοδηματικών κλιμακίων, καθώς και τα κίνητρα των ατόμων για επίσημη απασχόληση, με ευεργετικές επιδράσεις για την πραγματική οικονομία και την δημοσιονομική κατάσταση μεσο-μακροχρόνια.
ΣΕΒ: Όχι όσο διαρκούν οι αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας
Ο ΣΕΒ σημειώνει στο πόρισμά του: «τουλάχιστον για όσο διαρκούν οι άμεσες αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας, το 2021 δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, ειδικά μεγάλης κλίμακας.
Στο πλαίσιο της ταχύτερης οικονομικής ανάκαμψης που έχει ανάγκη σήμερα η Ελληνική οικονομία, και για την υποστήριξη του διαθεσίμου εισοδήματος και της απασχόλησης των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, προτείνεται να δοθεί προτεραιότητα δημιουργίας και αξιοποίησης ενδεχόμενου δημοσιονομικού χώρου για την μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ειδικά σε σχέση με τη φορολογία της εργασίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, με μέτρα μόνιμης διάρκειας, ώστε να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
Ως προς τη δομή του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, διαφαίνεται ότι ο απλοποιημένος ορισμός του ως μία «μοναδική αξία», αποτελεί σημαντική σύγκλιση προς τις διεθνείς καλές πρακτικές.
Στον βαθμό στον οποίο θα είναι ουσιαστικός ο ρόλος και θα ενδυναμωθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για εμπεριστατωμένη διαβούλευση η οποία θα οδηγεί σε ισορροπημένες κυβερνητικές αποφάσεις ως προς το εκάστοτε ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού».
Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος: Όχι στην αύξηση του μισθού και την επόμενη χρονιά, ναι σε φοροελαφρύνσεις
Ο ΣΒΕ αναφέρει ότι κατά την τρέχουσα περίοδο προτεραιότητες έχουν η υποστήριξη της επανεκκίνησης της οικονομικής δραστηριότητας, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και συνεπακόλουθα η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας συνολικά της οικονομίας της χώρας.
Προς αυτήν την κατεύθυνση δε νοείται αύξηση του κατώτατου μισθού, με παράλληλη μείωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων που θα κληθούν τελικά να επωμισθούν αφενός την αύξηση που θα συμφωνηθεί και αφετέρου το μη μισθολογικό κόστος που θα προκύψει από αυτήν την αύξηση.
Με βάση ακριβώς τη διαπίστωση της συσχέτισης της διάρθρωσης και λειτουργίας συνολικά της αγοράς εργασίας με την συνολική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και λαμβάνοντας υπόψη τις θετικές και αρνητικές επιδράσεις στην καθημερινή λειτουργία των επιχειρήσεων από το επίπεδο διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού, ο ΣΒΕ προτείνει:
Ο κατώτατος μισθός να παραμείνει και την επόμενη χρονιά στο ύψος των 650 ευρώ, αλλά να συνοδεύεται απαραίτητα από φορολογικές ελαφρύνσεις των χαμηλόμισθων και να εξεταστούν πιθανά άλλα μέτρα τα οποία θα βελτιώνουν το
εισόδημά τους.