«Το προηγούμενο χρονικό διάστημα προσπαθήσαμε να πείσουμε τους πολίτες ότι είναι καλό για τον εαυτό τους και τους γύρω τους να εμβολιαστούν. Όταν τα ποσοστά εξακολουθούν να παραμένουν στα επίπεδα που βρίσκονται σήμερα, όταν ένα εκατομμύριο πολίτες τον Αύγουστο προτίμησαν να κάνουν τις διακοπές τους και να μην εμβολιαστούν, πρέπει να προστατεύσουμε την οικονομική και την κοινωνική δραστηριότητα. Επειδή όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι οι ανεμβολίαστοι κινδυνεύουν περισσότερο να νοσήσουν αλλά και να νοσηλευθούν, τότε παίρνουμε μέτρα και επιτρέπουμε την οικονομική και την κοινωνική δραστηριότητα στους εμβολιασμένους, με λιγότερους περιορισμούς », δήλωσε στην ΕΡΤ ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών, Στέλιος Πέτσας.
Μιλώντας στην εκπομπή «…Από τις Έξι» άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών σε περίπτωση που επιδεινωθούν τα υγειονομικά δεδομένα. Αν αυτό κριθεί αναγκαίο από τους ειδικούς θα προχωρήσουμε και σε άλλες υπηρεσίες» διευκρίνισε ο κ. Πέτσας αναφερόμενος στο θέμα της επέκτασης της σχετικής οδηγίας σε εκπαιδευτικούς, αστυνομικούς και στρατιωτικούς.
«Το να χάσει κανείς το εισόδημά του είναι ένα πολύ ισχυρό κίνητρο να κάνει το εμβόλιο. Αυτό αποδείχθηκε από το άλμα που έγινε στα ποσοστά εμβολιασμούς στις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων. Προσδοκούμε ο εμβολιασμός να επιταχυνθεί και στο λοιπό υγειονομικό προσωπικό, όπου φαίνεται ότι υπάρχει ένα χαμηλό ποσοστό, αλλά και σε άλλες κατηγορίες εργαζόμενων».
Ο κ. Πέτσας τοποθετήθηκε και σε ότι αφορά την Εκκλησία υποστηρίζοντας ότι «υπάρχουν ανακοινώσεις και για την Εκκλησία και την προσέλευση των πιστών στην γενική παλέτα των μέτρων στις χθεσινές ανακοινώσεις». Επέμεινε ότι «όλο το προηγούμενο διάστημα είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία και ήταν αρωγός. Η τελευταία ανακοίνωση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, τέλος Ιουλίου, ήταν καθοριστική για να μπορέσουμε να επιταχύνουμε τις προσπάθειες εμβολιασμού και στα πιο απομακρυσμένα σημεία της χώρας».
Αναφορικά με τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια ο κ. Πέτσας ανέφερε ότι «σε αυτή τη φάση κρίθηκε να προχωρήσουμε έτσι, με ένα αρκετά αυξημένο ποσοστό ελέγχων ώστε να μπορούμε να είμαστε περισσότερο ασφαλείς όταν θα επανέλθουν στις σχολικές αίθουσες τα παιδιά μας. Από εκεί και πέρα η προέκταση της υποχρεωτικότητας είναι κάτι που θα το δούμε».
Όπως επανέλαβε ο κ. Πέτσας, σε υπηρεσίες πρώτης γραμμής, δηλαδή σε όσους έρχονται σε επαφή με το κοινό, παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο της επέκτασης της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού. «Αυτό θα το δούμε το φθινόπωρο, όσο προχωράει η πορεία της πανδημίας. Έχει σημασία να μπορέσουμε να επιταχύνουμε τον εμβολιασμό και τα κίνητρα που δόθηκαν χθες είναι ικανοποιητικά για να έχουμε μια αύξηση από τα επίπεδα των 30.000 εμβολιασμών την ημέρα που είναι σήμερα. Πρέπει να χτίσουμε όσο το δυνατόν υψηλότερο τείχος ανοσίας πριν να χειροτερεύσει ο καιρός».
Απαντώντας σε ερώτηση πώς θα καλυφθούν τυχόν κενά που θα δημιουργηθούν σε νευραλγικές υπηρεσίες από την άρνηση του προσωπικού να εμβολιαστεί έναντι του κορονοϊου ο κ. Πέτσας είπε ότι η κυβέρνηση, όλο το προηγούμενο διάστημα, προχώρησε, σε προσλήψεις προσωπικού. «Η κυβέρνηση θα συνεχίσει να το κάνει και με έκτακτο τρόπο και με μόνιμο τρόπο. Επομένως, δεν νομίζω ότι το πρόβλημα αυτή την στιγμή είναι πώς θα καλυφθούν τα κενά. Το θέμα είναι να μην υπάρξουν κενά, πείθοντας τους συμπολίτες μας, όπως είναι το υγειονομικό προσωπικό, να κάνει το αυτονόητο».
Ο κ. Πέτσας υπεραμύνθηκε της ορθότητας της απόφασης της κυβέρνησης να πληρώνουν οι ανεμβολίαστοι τα rapid test λέγοντας χαρακτηριστικά, «τα πάντα στη ζωή έχουν ένα κόστος για τις επιλογές μας. Όταν 8 – 9 μήνες προσπαθούμε να πείσουμε τους συμπολίτες μας να κάνουν το εμβόλιο, τα οποία έχουμε διαθέσει δωρεάν, κάποια στιγμή θα πρέπει να προστατεύσουμε και τα χρήματα των φορολογουμένων και να δώσουμε σαφές κίνητρο στους ανεμβολίαστους να το κάνουν. Το να πληρώνει κανείς το rapid test από την τσέπη του είναι ένα επιπλέον κίνητρο για να κάνει το εμβόλιο και όχι να είναι ο ελεύθερος χρήστης, ο “τζαμπατζής” ο οποίος χρησιμοποιεί τις δωρεάν τις δομές, όταν κάποιοι άλλοι πληρώνουν γι’ αυτό. Πρέπει να αναλάβει και αυτός ένα κόστος».
«Ο ρυθμός του εμβολιασμού είναι περίπου 30.000 την ημέρα. Κανονικά θα περίμενε να είμαστε στα επίπεδα Ιουλίου, στα 60.000 την ημέρα. Μετά την επιστροφή από τις διακοπές περιμένουμε να ανεβαίνει ο αριθμός των εμβολίων και των προγραμματισμένων ραντεβού, με όποιο εμβόλιο επιθυμεί κανείς», είπε ο κ. Πέτσας.