Οι έγκυες εμφανίζουν μειωμένη ανοσολογική απάντηση στη λοίμωξη από συγκεκριμένους λοιμογόνους παράγοντες, γεγονός που τις καθιστά ευάλωτες. Η ευαισθησία αυτή συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο βαρείας λοίμωξης με συνοδό αύξηση της μητρικής νοσηρότητας, αλλά και θνησιμότητας, ιδιαίτερα στο 2ο και 3ο τρίμηνο. Επιπλέον, η παθητική ανοσοποίηση των νεογνών μέσω της μεταφοράς αντισωμάτων από την έγκυο μητέρα στο έμβρυο είναι εξαιρετικά σημαντική για την προστασία και επιβίωση νεογνών και μικρών βρεφών έναντι συγκεκριμένων μικροβίων όπως ο κοκκύτης. Τα παραπάνω ανέφερε η Μαριάννα Θεοδωρά, επίκουρη καθηγήτρια Μαιευτικής Γυναικολογίας Εμβρυομητρικής και Περιγεννητικής Ιατρικής ΕΚΠΑ - νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», κατά την ομιλία της στο 15o Πανελλήνιο Συνέδριο Μαιευτικής και Γυναικολογίας.
Πρόσθεσε ότι ο εμβολιασμός κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης προσφέρει ενεργητική ανοσοποίηση και προστασία της εγκύου από νοσήματα τα οποία παρουσιάζουν αυξημένη νοσηρότητα στην περίοδο αυτή, αλλά και παθητική ανοσοποίηση μέσω της μεταφοράς αντισωμάτων, μέσω του πλακούντα, στην κυκλοφορία του εμβρύου.
Με δεδομένους τους κινδύνους συγκεκριμένων λοιμωδών νοσημάτων, αλλά και τα οφέλη και την ασφάλεια των αντίστοιχων εμβολίων, ο ΠΟΥ συστήνει τον εμβολιασμό κατά του τετάνου, του κοκκύτη και της γρίπης (Η1Ν1) κατά τη διάρκεια της κύησης. Σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού και την Ελληνική Μαιευτική & Γυναικολογική Εταιρεία, για τις έγκυες συστήνεται ο εμβολιασμός έναντι της γρίπης σε οποιοδήποτε τρίμηνο της κύησης κατά την διάρκεια της εμβολιαστικής περιόδου (1.10-31.03). Επιπλέον, συστήνεται ο εμβολιασμός κατά του κοκκύτη και του τετάνου μεταξύ της 27ης έως 36ης εβδομάδας κύησης, σε κάθε κύηση. Σήμερα υπάρχουν κατάλληλα, ασφαλή και αποτελεσματικά εμβόλια για τον εμβολιασμό των εγκύων για τους παραπάνω λοιμογόνους παράγοντες, ανέφερε η κ. Θεοδωρά.
Τέλος, για τον νέο κορονοϊό (SaRS-CoV-2), συστήνεται ο εμβολιασμός των εγκύων μετά την 14η εβδομάδα κύησης και μετά από ενημέρωση της εγκύου για τα οφέλη και τους κινδύνους του εμβολίου. Συστήνεται ο εμβολιασμός να γίνεται με εμβόλια που περιέχουν mRNA, καθώς για αυτά υπάρχουν κλινικά δεδομένα ασφάλειας και απoτελεσματικότητας.