Απολογισμό των συνεπειών της πανδημίας στη χώρα μας, μαζί όμως και του εμβολιαστικού προγράμματος, παραθέτει σε άρθρο του που δημοσιεύεται στο σημερινό φύλλο της «Εφημερίδας των Συντακτών» ο υπουργός Επικρατείας 'Ακης Σκέρτσος, ένα άρθρο που καταλήγει με ευθείες βολές κατά της αντιπολίτευσης, και δη της αξιωματικής, για τη στάση της στο θέμα.
Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι «η πολιτική εργαλειοποίηση της πανδημίας, του εμβολιασμού και των θανάτων θα έπρεπε να βρίσκεται εκτός της αντιπολιτευτικής ατζέντας», εν τούτοις «δυστυχώς στη χώρα μας δεν το έχουμε πετύχει και ίσως αυτή η υστέρηση είναι και ένας από τους λόγους που δεν έχουμε φτάσει στα ποσοστά εμβολιασμού των χωρών της Δυτικής Ευρώπης», ο υπουργός Επικρατείας θέτει υπ' όψιν των αναγνωστών κάποια συγκεκριμένα στοιχεία:
«Η Ελλάδα, χάρη στη δυναμική διαχείριση του φαινομένου και παρά τους περιορισμένους πόρους που διαθέτει σε σύγκριση με άλλες χώρες, βρίσκεται στη 17η θέση μεταξύ των 27 της Ε.Ε σε απώλειες από ή με Covid. Εξακολουθεί δηλαδή να βρίσκεται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο καθ' όλη τη διάρκεια της πανδημίας έως και σήμερα Σε χειρότερη θέση βρίσκονται αρκετές χώρες της αντικειμενικά πιο ανεπτυγμένης Δυτικής Ευρώπης. Όποιος επιλέγει λοιπόν στοιχεία θνητότητας φωτογραφικά χάνει σκοπίμως ή μη τη μεγάλη εικόνα», αναφέρει ο Α. Σκέρτσος και παραπέμπει στο https://www.euromomo.eu, όπου εκεί «μπορεί εύκολα να διατρέξει κανείς τους δείκτες θνησιμότητας όλων των ευρωπαϊκών χωρών και εκεί θα διαπιστώσει ότι η Ελλάδα έχει μια σταθερή συμπεριφορά καθ' όλη τη διάρκεια της πανδημίας κινούμενη μεταξύ μηδενικής έως χαμηλής υπερβάλλουσας θνησιμότητας (no to low excess mortality) έως και σήμερα σε σύγκριση με τις απώλειες ζωών προ της πανδημίας».
Χαρακτηρίζει εξάλλου «εξαιρετικά στενόχωρο» το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα καθημερινά χάνουν τη ζωή τους περίπου 30 συνάνθρωποι μας και ταυτόχρονα «θλιβερό» για τον πρόσθετο λόγο «διότι θα μπορούσαν να είχαν γλιτώσει τη ζωή τους αν είχαν εμβολιαστεί, καθώς 9 στους 10 ασθενείς που νοσούν βαριά και καταλήγουν είναι ανεμβολίαστοι. Αν η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού είχε εμβολιαστεί, σήμερα θα είχαμε, σύμφωνα με επιστημονικές αναλύσεις, έως 50 ασθενείς σε ΜΕΘ Covid στην επικράτεια - κυρίως λόγω βαριών υποκείμενων ασθενειών - αντί για 330, όπως συμβαίνει τώρα».
Επόμενη διαπίστωση του υπουργού Επικρατείας είναι ότι, «παρακολουθώντας τους δείκτες νοσηλείας διαχρονικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, θα διαπιστώσουμε μια αντιστρόφως ανάλογη σχέση μεταξύ του εμβολιασμού και της επιβάρυνσης στο σύστημα υγείας. Σήμερα με τα 2/3 των ενηλίκων εμβολιασμένους έχουμε το 1/3 των νοσηλειών, των ΜΕΘ και των θανάτων συγκριτικά με την άνοιξη του 2021 που ο εμβολιασμός ήταν ακόμη σε πολύ χαμηλά επίπεδα και επιπλέον βρίσκονταν σε ισχύ πολύ αυστηρά μέτρα δημόσιας υγείας. Για να το πούμε ξανά, το σύστημα υγείας χάρη στον εμβολιασμό και με ανοιχτή την οικονομία δέχεται σήμερα - ακόμη και στη Β. Ελλάδα που έχει χαμηλότερο ποσοστό εμβολιασμού - το 1/3 των νοσηλειών που δεχόταν προ του εμβολίου κυρίως από ανεμβολίαστους ασθενείς. Δεν χρειάζεται επομένως κάποια ιδιαίτερη επιστημονική εξήγηση πέρα από το ότι ζούμε την ανεστραμμένη εικόνα της άνοιξης», συμπεραίνει με την πρόσθετη επισήμανση ότι, «το Εθνικό Σύστημα Υγείας παρέχει υπηρεσίες ως οφείλει σε όλους τους πολίτες - και όχι μόνο στους ασθενείς με Covid - και έτσι θα παραμείνει». Απευθυνόμενος δε, σε όσους είναι ανεμβολίαστοι, τους λέει ότι «δεν έχουν παρά να εμβολιαστούν για να προστατευθούν».
Τελευταία διαπίστωση του 'Α. Σκέρτσου, ότι «η διαιρετική τομή ως προς τους εμβολιασμούς στην Ευρώπη δεν είναι μεταξύ Βορρά και Νότου, αλλά μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης. Η Ελλάδα τα έχει πάει πολύ καλύτερα ως προς το μερίδιο εμβολιασμένων στο γενικό πληθυσμό από τις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και λιγότερο καλά από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης».
Εξάλλου, συνεχίζει, «όσοι δήλωναν από πέρυσι στις δημοσκοπήσεις ότι θέλουν να εμβολιαστούν - περίπου 60-70% των ενηλίκων - το έχουν πράξει, με το 71% των ενηλίκων να έχουν εμβολιαστεί χάρη στην άρτια οργανωμένη και πλήρως ψηφιοποιημένη εμβολιαστική εκστρατεία, την επίμονη εκστρατεία πειθούς αλλά και τα κίνητρα που δόθηκαν υπέρ του εμβολιασμού».
Αναγνωρίζει όμως ότι «προφανώς υπάρχουν βαθύτεροι κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες που επιδρούν στην άρνηση εμβολιασμού μιας μικρότερης μερίδας πολιτών. Αυτούς τους παράγοντες πρέπει να τους εξετάσουμε και να τους διαχειριστούμε μεσομακροπρόθεσμα με σοβαρές παρεμβάσεις στο εκπαιδευτικό μας σύστημα αλλά και με νέες πολιτικές πρόληψης υπέρ της δημόσιας υγείας».
«Το βέβαιο είναι», σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, «ότι αυτές οι συμπεριφορές δεν αλλάζουν μέσα σε έναν χρόνο. Ενώ σίγουρα υποδαυλίζονται και από ανεύθυνες συμπεριφορές των κομμάτων της αντιπολίτευσης, όπως για παράδειγμα ότι δεν έχουν κάνει συστηματική καμπάνια υπέρ του εμβολιασμού τους τελευταίους 9 μήνες. Αντιθέτως η αξιωματική αντιπολίτευση ανεχόταν έως πριν από έναν μήνα στελέχη της που αμφισβητούσαν ευθέως τη χρησιμότητα των εμβολίων...», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Εν κατακλείδι, «το μήνυμα είναι ένα: ακούμε τους πραγματικούς ειδικούς - και όχι τσαρλατάνους - και εμβολιαζόμαστε, για να σβήσουμε τον κίνδυνο του ιού πάνω και από τους πιο ευάλωτους συμπολίτες μας».