Εξαιρετικά υψηλή είναι η κατανάλωση ελαιολάδου στην Ελλάδα, με τη πλειοψηφία των νοικοκυριών (57%) να χρησιμοποιεί εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο το οποίο προμηθεύεται από συγγενείς, φίλους και γνωστούς σε ποσοστό 74%. Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από έρευνα που διενεργήθηκε για λογαριασμό του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων από την εταιρεία Hellenic Research House.
Από τα αποτελέσματα της έρευνας, επιβεβαιώθηκε ότι η κατανάλωση του ελαιολάδου είναι εξαιρετικά υψηλή στην Ελλάδα, δεδομένου ότι 2 μόλις νοικοκυριά (επί συνόλου 859 που ρωτήθηκαν) εξαιρέθηκαν από την έρευνα λόγω μη κατανάλωσης ελαιολάδου. Το ελαιόλαδο χρησιμοποιείται από τα νοικοκυριά σε όλους τους τρόπους μαγειρέματος με αποκλειστική χρήση στις σαλάτες και τα μαγειρευτά, παράλληλη χρήση με σπορέλαια στο τηγάνισμα και παράλληλη χρήση με το βούτυρο για την παρασκευή γλυκών.
Η πλειοψηφία των νοικοκυριών (57%) ανέφερε ότι χρησιμοποιεί εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο το οποίο προμηθεύεται από συγγενείς, φίλους και γνωστούς σε ποσοστό 74%. Η αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου φάνηκε να συνδέεται με την πρόσβαση στην παραγωγή ελαιολάδου - το 59% όσων δεν έχουν πρόσβαση αγοράζουν τυποποιημένο, έναντι πολύ μικρού αριθμού (7%) όσων έχουν πρόσβαση. Για όσους αγοράζουν τυποποιημένο ελαιόλαδο, τα βασικά κριτήρια επιλογής είναι η τιμή (54%), η οξύτητα (44%) και η γεωγραφική ένδειξη (39%), ενώ το 63% αγοράζει σταθερά συγκεκριμένη μάρκα.
Γενικά το ελαιόλαδο θεωρείται από τους Έλληνες καταναλωτές ως ανώτερο των άλλων φυτικών ελαίων (91% το θεωρούν πιο θρεπτικό/υγιεινό). Η γνώση για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ελαιολάδου φάνηκε να ποικίλει, με αρκετούς καταναλωτές να μπερδεύονται. Παρότι το 54% των συμμετεχόντων γνώριζαν ότι το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο έχει οξύτητα μικρότερη του 0,8, μόνο το 19% γνώριζε ότι ένα ελαιόλαδο μπορεί να είναι πικρό ή πικάντικο στη γεύση επειδή είναι πλούσιο σε φαινολικά συστατικά τα οποία έχουν ευεργετικές ιδιότητες.
Ένα άλλο ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι το 59% καταναλώνει το ελαιόλαδο 6 μήνες μετά την παραγωγή του για να «ηρεμήσει» η γεύση του. Σε γενικές γραμμές, η διάρκεια ζωής των εξαιρετικών παρθένων ελαιολάδων κυμαίνεται μεταξύ 9 και 18 μηνών, ανάλογα με άλλους συνακόλουθους παράγοντες όπως είναι η θερμοκρασία ή η χημική σύνθεση. Η ιδανική θερμοκρασία για τη διατήρηση του ελαιολάδου είναι περίπου 23°C, ενώ η αποθήκευση του σε υψηλές θερμοκρασίες (π.χ. κοντά στους 40ºC) υποβαθμίζει την ποιότητά του. Η αποθήκευση του ελαιολάδου γίνεται από το 95% των νοικοκυριών, ορθώς σε σκιερό και δροσερό μέρος, όμως χρησιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό ακατάλληλα δοχεία. Συγκεκριμένα μόλις το 16% των νοικοκυριών που συμμετείχαν δήλωσαν ότι χρησιμοποιούν σκούρα γυάλινα μπουκάλια, ενώ το 61% χρησιμοποιεί μεταλλικά δοχεία και τενεκέδες. Το ελαιόλαδο που παραμένει σε τενεκέδες έρχεται σε επαφή με περισσότερο οξυγόνο όσο περνάει ο χρόνος, το οποίο μπορεί να υποβαθμίσει τη συνολική ποιότητα του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου και τη διάρκεια ζωής του κατά την αποθήκευση.
Οι Έλληνες καταναλωτές δεν φαίνεται να ανησυχούν ιδιαίτερα για τη νοθεία του ελαιολάδου (16% μόνο ανησυχούν), κυρίως διότι θεωρούν ότι το λάδι που προμηθεύονται από συγγενείς και γνωστούς δεν ενέχει αυτό το ρίσκο (81% όσων δεν ανησυχούν), ενώ το κύριο μέτρο που παίρνουν εκείνοι που ανησυχούν είναι η αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου συγκεκριμένης εταιρείας (56%).
Για τους καταναλωτές η νοθεία σχετίζεται πρωτίστως με άλλα φυτικά έλαια (π.χ. ηλιέλαιο) και δευτερευόντως με αναμείξεις ελαιολάδων διαφορετικής ποιότητας ή γεωγραφικής προέλευσης ή παραπλανητικές ετικέτες. Στο θέμα της νοθείας του ελαιολάδου το κοινό εμπιστεύεται σε μεγάλο βαθμό τα ελαιοτριβεία και τους κρατικούς φορείς ελέγχου, όμως η εμπιστοσύνη στις εταιρείες ελαιολάδου φάνηκε να είναι περιορισμένη στα νοικοκυριά που συμμετείχαν στην έρευνα.