Χρειάστηκαν επτά μέρες από την αποκάλυψη του ηχητικού που "κουμπώνει" στις καταγγελίες Βγενόπουλου το 2016 κατά της τότε προέδρου του Αρείου Πάγου, για να κινηθεί το ανώτατο δικαστήριο στην κατεύθυνση (όχι άμεσης έρευνας αλλά) "μελέτης" του ενδεχομένου να ανασύρει από το αρχείο την αρχειοθετημένη δικογραφία.
Στην διαδικασία να "μελετήσει" το ενδεχόμενο ανάσυρσης της βαρύτατης καταγγελίας σε βάρος της τότε προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου ότι "ζητούσε μεσω μεσάζοντος" χρήματα από τον επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλο, προχωρεί ο Αρειος Πάγος εφτά μέρες μετά τον πολιτικό και νομικό "σεισμό" που προκάλεσε η αποκάλυψη του ηχητικού ντοκουμέντου.
Σε αυτό ακούγεται ο Ανδρέας Βγενόπουλος να καταγγέλλει ουσιαστικά ότι εκβιάστηκε προκειμένου να δώσει χρήματα στην πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου το 2016. Η παρέμβαση της Δικαιοσύνης όμως δεν είναι στην κατεύθυνση άμεσης διερεύνησης, αλλά προς την κατεύθυνση μελέτης του ενδεχομένου να ανασυρθεί από το αρχείο η μηνυτήρια αναφορά του αποθανόντος επιχειρηματία , που περιέγραφε τα συγκεκριμένα "περιστατικά".
Υπενθυμίζεται πως η Βασιλική Θάνου, ήταν τότε πρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου , μετέπειτα υπηρεσιακή πρωθυπουργός και νομική σύμβουλος του Αλεξη Τσίπρα.
Η εντολή
Σύμφωνα με πηγές του ανωτάτου δικαστηρίου έχει δοθεί εντολή σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και σε Εισαγγελέα Πρωτοδικών (σ.σ η δικογραφία ειχε σπάσει στα δυο και η έρευνα κατά της κας Θάνου έγινε στον Αρειο Πάγο και για τα άλλα προσωπα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών) να εξετάσει βάσει των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τις ενδεδειγμένες δικονομικές ενέργειες για την αντιμετώπιση του ζητήματος που προέκυψε μετά τη δημοσιοποίηση του ηχητικού ντοκουμέντου του εκλιπόντος επιχειρηματία Α. Βγενόπουλου από την ιστοσελίδα "iefimerida" σχετικά με τις σχηματισθείσες κατά το παρελθόν ποινικές δικογραφίες σε βάρος της πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου Β. Θάνου και της γυναίκας επιχειρηματία, η οποία σύμφωνα με τη μηνυτήρια αναφορά του επιχειρηματία είχε το ρόλο του μεσάζοντα.
Η παραγγελία του εισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου Βας. Πλιώτα πρακτικά σημαίνει πως είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου, να ανασυρθούν οι δικογραφίες από το αρχείο, γεγονός που θα σηματοδοτήσει νέο γύρο ερευνών. Μπορεί όμως να αποφασίσει και διαφορετικά ο αρμόδιος αντεισαγγελέας, αν κρίνει έτσι..
Αντιδράσεις
Υπενθυμίζεται πως το σύνολο των πολιτικών κομμάτων (όποια θέση κι αν έχουν για το ζήτημα) εξέφρασαν την άποψη πως πρέπει να ριχτεί άπλετο φως στην υπόθεση, αφού συγκεντρώνει και ηθικά και ποινικά χαρακτηριστικά που δεν πρέπει να μείνουν αναπάντητα, ούτε να δοθεί η εντύπωση πως η Δικαιοσύνη, δεν σπεύδει να παρέμβει καίρια, όπως πράττει συνήθως σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Όταν μάλιστα μιλάμε για περίπτωση με κεντρικό πρόσωπο ένα σημαίνον στέλεχος της Δικαιοσύνης στο ύπατο αξίωμα και μετέπειτα πολιτικό παράγοντα σε καίριες θέσεις. Μάλιστα και η ίδια η "εμπλεκόμενη" Βασιλική Θάνου , μπορεί να εξέφρασε την άποψη πως πρόκειται για "πολιτικά υποκινούμενη αναδιατύπωση γεγονότων που εχουν κριθεί οριστικά", και πως το ηχητικό "δεν συνιστά νεότερο στοιχείο", αλλά δήλωσε "ανοιχτή σε κάθε έρευνα γιατί δεν εχει τίποτα να φοβάται". Συνεπώς η οποιαδήποτε καθυστέρηση στην λήψη απόφασης μπορεί να εκληφθεί διαφορετικά, επισημαίνουν νομικές πηγές.
Προϋποθέσεις
Δικαστικές πηγές πάντως, στην επισήμανση πως "σπεύδουν βραδέως" εν προκειμένω , σημειώνουν ότι η ανάσυρση από το αρχείο απαιτεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις .
Α) Να έχουν προκύψει νεα στοιχεία, όπως ορίζει το άρθρο 43 - Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Νόμος 4620/2019) παρ . 6. Εν προκειμένω η υπόθεση αρχειοθετήθηκε , λίγους μήνες μετά την κατάθεση της μηνυτήριας αναφοράς τον Μάιο του 2016 κι ενώ στο μεσοδιάστημα ο Βγενόπουλος είχε αποβιώσει αιφνιδίως με ανακοπή καρδιάς. Το ερώτημα είναι αν στη δικογραφία υπήρχε η σχετική συνομιλία, προϊόν βέβαια υποκλοπής, συνεπώς και ποινικό αδίκημα. Η απάντηση είναι πως, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν υπήρχε αυτή η συνομιλία στη δικογραφία. Άρα μπορεί να θεωρηθεί "καινούργιο στοιχείο".
Β) Να μπορούν αυτά τα στοιχεία να χρησιμοποιηθούν. Εδώ όμως τα πράγματα είναι μάλλον ξεκάθαρα, αφού μια διάταξη που ψηφίστηκε το 2015 με εισηγητή τον τότε αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημ. Παπαγγελόπουλο, δίνει το δικαίωμα χρήσης ακόμα και παράνομων αποδεικτικών μέσων. Βέβαια το οξύμωρο είναι πως αυτή η διάταξη καταργήθηκε το 2019 με τον νέο Ποινικό Κώδικα που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επανήλθε σε ισχύ με τις αλλαγές που έκανε η ΝΔ, τον Νοέμβριο του 2020. Η διάταξη (που ξεπλοκάρει τη χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων) αναφέρει πως "…η χρήση του παραπάνω αποδεικτικού μέσου κατά την παραπομπή και τη δίκη γίνεται δεκτή εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι: α) η βλάβη που προκαλείται με την κτήση του είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος, τη σπουδαιότητα και την έκταση από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη, β) η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη και γ) η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία".
Υπό αυτά δεδομένα είναι πολύ πιθανόν ο Αρειος Πάγος να αποφασίσει τον επανέλεγχο της υπόθεσης, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.