Ελπίδα για φοροελαφρύνσεις στις offshore εταιρείες δίνει απόφαση του Β’ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας το οποίο έκρινε αντισυνταγματική τη μη απαλλαγή από τον φόρο του 15% ακινήτων που τους ανήκουν. Το θέμα ωστόσο θα κριθεί εκ νέου στην επταμελή σύνθεση του ανωτάτου δικαστηρίου καθώς ο πρόεδρος του τμήματος Μ. Πικραμένος διατύπωσε αντίθετη άποψη επικαλούμενος και σχετική νομολογία.
Το ζήτημα που απασχολεί το ΣτΕ αφορά στην πρόβλεψη του νόμου για τον ειδικό φόρο ακινήτων που ανήκουν σε νομικά πρόσωπα, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες που έχουν στη μετοχική σύνδεση offshore εταιρεία δεν απαλλάσσονται –ακόμα κι υπάγονται στις εξαιρέσεις– από τον φόρο του 15%.
Ειδικότερα, το Β’ Τμήμα του ΣτΕ με την υπ΄αριθμόν 795/2022 απόφασή του (πρόεδρος Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ, εισηγήτρια: Φρ. Γιαννακού, Σύμβουλος Επικρατείας) ερμηνεύοντας το άρθρο 57 του ν. 3842/2010 (ειδικός φόρος ακινήτων, άρθρο 15 του ν. 3091/2002) έκρινε κατά πλειοψηφία ότι κακώς θεωρείται αμάχητο τεκμήριο φοροδιαφυγής η ύπαρξη στη μετοχική σύνθεση εταιρείας μιας offshore, γιατί αυτό αντιβαίνει στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ
Οι σύμβουλοι Επικρατείας θεωρούν πως η πρόβλεψη αυτή, καθιστά "ένοχη” φοροαποφυγής κάθε εταιρεία που έχει μέτοχο offshore εταιρεία με έδρα εκτός ΕΕ και εφόσον "...δεν υπάρχει σε ισχύ σύμβαση διοικητικής συνδρομής για την καταπολέμηση της απάτης και της φοροδιαφυγής μεταξύ της Ελλάδας και της εν λόγω τρίτης χώρας”.
Όπως επισημαίνουν κατά πλειοψηφία οι σύμβουλοι:
- Η διάταξη αυτή "δεν απέβλεψε στη φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ακίνητης περιουσίας ως φορολογητέας ύλης (πηγής πλούτου, διαφορετικής από το εισόδημα), αλλά στην πάταξη της φοροαποφυγής”.
- Θεσπίστηκαν ευρύτατες κατηγορίες εξαιρέσεων, αντιστρέφοντας τη σχέση "κανόνα – εξαιρέσεως" με αποτέλεσμα με τις αλλεπάλληλες προσθήκες και τροποποιήσεις των εν λόγω εξαιρέσεων, να είναι ασαφής ο κύκλος των βαρυνομένων προσώπων.
- Προέβλεψε δε τη δυνατότητα με την προσκόμιση των μετόχων, υπό προϋποθέσεις, την απαλλαγή των εν λόγω εταιρειών από τον ένδικο φόρο, όμως για τις offshore θεσπίζει ξεκάθαρη άλλη στάση. Αναφέρει η απόφαση: "...στις περιπτώσεις, όμως, που μέρος των μετοχών ανώνυμης εταιρείας που έχει την έδρα της στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ανήκει σε νομική οντότητα η οποία έχει την καταστατική της έδρα σε χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ενώσεως ("offshore εταιρείες"), αποκλείεται η δυνατότητα απαλλαγής εάν δεν υπάρχει σε ισχύ σύμβαση διοικητικής συνδρομής για την καταπολέμηση της απάτης και της φοροδιαφυγής μεταξύ της Ελλάδας και της εν λόγω τρίτης χώρας. Με τα δεδομένα, όμως, αυτά, στις εν λόγω περιπτώσεις, οι επίμαχες διατάξεις προσομοιάζουν προς αμάχητο τεκμήριο φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής, ενόψει δε τούτου, καθώς και του ότι ο επίδικος ειδικός φόρος επί των ακινήτων, ως εκ του ύψους και του πάγιου χαρακτήρα του (15% ετησίως), θίγει τον πυρήνα της περιουσίας των φορολογούμενων νομικών προσώπων, οι ως άνω διατάξεις αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 5, 17 παρ. 1, 20 παρ. 1, 25 και 78 παρ. 1 του Συντάγματος, στην αρχή της αναλογικότητας, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α”.
Αντίθετη άποψη είχε ο πρόεδρος του τμήματος και αντιπρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Μ. Πικραμένος ο οποίος μειοψήφισε στην απόφαση. Ο κ. Πικραμένος επεσήμανε ότι "με τις ως άνω διατάξεις ο νομοθέτης επεδίωξε να επιβαρύνει με τον ένδικο ειδικό φόρο επί των ακινήτων όχι όλες ανεξαιρέτως τις εταιρείες, αλλά εκείνες μόνον οι οποίες, μη "επιθυμώντας" την "αποκάλυψη" στις φορολογικές αρχές της ταυτότητας των πραγματικών κυρίων των ακινήτων τους, καθιστούν τελικώς ανέφικτo τον εκ μέρους των φορολογικών αρχών έλεγχο φυσικών προσώπων υποκειμένων καταρχήν σε φορολογία στην Ελλάδα, λειτουργώντας έτσι ως οχήματα φοροαποφυγής, με αποτέλεσμα την απόκρυψη φορολογικής ύλης κτηθείσης από τα πρόσωπα αυτά και την αποφυγή της πληρωμής των αναλογούντων σε αυτήν φορολογικών επιβαρύνσεων, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών. Λαμβάνοντας δε υπόψη:
α) τον επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκεται με τη θέσπιση του ένδικου ειδικού φόρου επί των ακινήτων και
β) το ότι οι καταρχήν υπόχρεοι στην καταβολή του ενδίκου φόρου δύνανται, πάντως, να απαλλαγούν ευχερώς από αυτόν, είτε παρέχοντας στις φορολογικές αρχές τις "πληροφορίες" που απαιτεί ο νόμος, ώστε να υπαχθούν σε μία από τις προβλεπόμενες από αυτόν πάγιες εξαιρέσεις, είτε μεταβιβάζοντας το σχετικό ακίνητο κατά τους όρους των προαναφερθεισών μεταβατικών διατάξεων, με την επιβολή του ένδικου ειδικού φόρου επί των ακινήτων δεν τίθεται καταρχήν ούτε ζήτημα υπέρμετρης επιβαρύνσεως της ιδιοκτησίας ή δυσανάλογης, σε σχέση με τον ανωτέρω επιδιωχθέντα από τον νομοθέτη σκοπό, επεμβάσεως στην περιουσία των βαρυνομένων ούτε ζήτημα υπέρμετρου περιορισμού της επιχειρηματικής ελευθερίας των υποχρέων, ο οποίος να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος για την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και, επομένως, δεν παραβιάζονται οι προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις και αρχές ή οι προστατευτικές της περιουσίας διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α”.