Η Επιτροπή καταγράφει τους θύλακες ανεργίας, τις ελλείψεις στην παιδεία ειδικά στην προσχολική ηλικία αλλά και στην αδυναμία των αποφοίτων πανεπιστημίων να απορροφηθούν από την αγορά εργασίας, αλλά και τις προκλήσεις στο θέμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Ο ευρωπαϊκός πυλώνας κοινωνικών δικαιωμάτων συνιστά πυξίδα για μια ανοδική σύγκλιση στην κατεύθυνση της βελτίωσης των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης στην ΕΕ, αναφέρει. H εφαρμογή των 20 αρχών του για την ισότητα των ευκαιριών και την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, τις δίκαιες συνθήκες εργασίας, την κοινωνική προστασία και την ένταξη, με την υποστήριξη των πρωταρχικών στόχων της ΕΕ για το 2030 σχετικά με την απασχόληση, τις δεξιότητες και τη μείωση της φτώχειας, θα ενισχύσει την προσπάθεια της ΕΕ για την επίτευξη της ψηφιακής, πράσινης και δίκαιης μετάβασης, εξηγεί.
Παρέχει επισκόπηση της προόδου της Ελλάδας όσον αφορά την επίτευξη των στόχων στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων.
Αγορά εργασίας
Στο πεδίο της αγοράς εργασίας εξηγεί πως αντιμετώπισε καλά την κρίση της νόσου COVID-19, αλλά «η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των ενεργητικών πολιτικών για την αγορά εργασίας, εξακολουθεί να έχει καίρια σημασία για τη στήριξη της απασχόλησης, ιδίως των γυναικών, των νέων και των ευάλωτων ομάδων, όπως τα άτομα που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών». Μετά την άνοδο που ακολούθησε την πανδημία, το ποσοστό ανεργίας άρχισε και πάλι να μειώνεται. Ωστόσο, οι νέοι έχουν πληγεί σοβαρά από την κρίση και το ποσοστό των νέων που βρίσκονται εκτός εκπαίδευσης, απασχόλησης ή κατάρτισης δεν έχει ακόμη επανέλθει στο προ της πανδημίας επίπεδο, ειδικά στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών. Επίσης το ποσοστό απασχόλησης αυξάνεται αλλά εξακολουθεί να είναι ένα από τα χαμηλότερα στην ΕΕ τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες.
Επιπλέον, το χάσμα απασχόλησης μεταξύ των φύλων, το οποίο ανέρχεται σε σχεδόν 20 εκατοστιαίες μονάδες, αποτελεί κρίσιμη πρόκληση. Το χάσμα απασχόλησης για τα άτομα με αναπηρία είναι ελαφρώς υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (27,7 εκατοστιαίες μονάδες έναντι 24,5 εκατοστιαίες μονάδων).
Εκπαίδευση
Η συμμετοχή παιδιών ηλικίας κάτω των 3 ετών στην τυπική προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα μειώθηκε από 40,9 % το 2018 σε 21,5 % το 2020 (έναντι 32,3 % στην ΕΕ), πιθανώς και λόγω της πανδημίας. Η ευκαιρία είναι το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που θα στηρίξει τη δημιουργία νέων εγκαταστάσεων παιδικής φροντίδας σε δήμους και μεγάλες επιχειρήσεις. Η Ελλάδα έχει ενισχύσει το σύστημα επιδότησης προσλήψεων για την απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα από το ΕΣΠΑ και θα παράσχει σημαντική χρηματοδότηση για ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας. «Η ενίσχυση των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης και η παροχή εξατομικευμένης στήριξης στα άτομα που αναζητούν εργασία θα είναι καίριας σημασίας ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων αυτών και να βοηθηθεί η Ελλάδα να επιτύχει τον πρωταρχικό στόχο της ΕΕ για το 2030 όσον αφορά την απασχόληση» αναφέρει.
Μολονότι η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τις υψηλότερες επιδόσεις όσον αφορά την πρόληψη της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου, το εκπαιδευτικό της σύστημα αντιμετωπίζει προκλήσεις, επισημαίνεται. Η Ελλάδα κατόρθωσε να μειώσει το ποσοστό των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση από 13,5 % το 2010 σε 3,2 % το 2021. Ωστόσο, όσον αφορά τα άτομα που έχουν γεννηθεί εκτός ΕΕ, η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου (30 % το 2021) αποτελεί σημαντική πρόκληση. Το ποσοστό χαμηλών επιδόσεων στους μαθητές ηλικίας 15 ετών είναι υψηλό (περίπου το ένα τρίτο) και ο αντίκτυπος του κοινωνικοοικονομικού υπόβαθρου των μαθητών στις σχολικές επιδόσεις είναι μεταξύ των ισχυρότερων στην ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΣΠΑ θα παράσχει σημαντική στήριξη για την εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμούς, αναφέρεται.
Επίσης, «οι δεξιότητες δεν έχουν ακόμη κατορθώσει να ανταποκριθούν στις ανάγκες της αγοράς εργασίας». Η Ελλάδα είναι ένα από τα λίγα κράτη μέλη της ΕΕ όπου το ποσοστό απασχόλησης των νέων αποφοίτων είναι χαμηλότερο από το συνολικό ποσοστό απασχόλησης, στοιχείο που υποδηλώνει δυσκολίες στη μετάβαση από το σχολείο στην εργασία. Οι αναντιστοιχίες δεξιοτήτων είναι έντονες και, μολονότι πολλοί απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης καταλήγουν να διαθέτουν περισσότερα προσόντα από αυτά που απαιτούνται για την εργασία τους, η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση παραμένει μη ελκυστική επιλογή για τους μαθητές της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Το ποσοστό των ενηλίκων ηλικίας 25-64 ετών που συμμετείχαν στη μάθηση τις τελευταίες 4 εβδομάδες είναι πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (3,5 % έναντι 10,8 % το 2020). Σημαντικό ποσοστό των ενηλίκων δηλώνουν ότι δεν διαθέτουν τεχνικές δεξιότητες (47 % έναντι μέσου όρου 28 % στην ΕΕ), ή γενικές δεξιότητες (38 % έναντι 22 %) για να εκτελέσουν την εργασία τους στο απαιτούμενο επίπεδο. Το ποσοστό των ατόμων που διαθέτουν τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες αυξήθηκε από 46 % το 2017 σε 52 % το 2021 (μέσος όρος στην ΕΕ: 54 %). Η μεταρρύθμιση του συστήματος εκπαίδευσης ενηλίκων που προβλέπεται στο Σχέδιο Ανάκαμψης και οι επενδύσεις που την συνοδεύουν αναμένεται να βελτιώσουν την ποιότητα των προγραμμάτων αναβάθμισης των δεξιοτήτων και επανειδίκευσης και τη συμμετοχή σε αυτά. Η ενίσχυση της εκπαίδευσης ενηλίκων είναι καίριας σημασίας ώστε η Ελλάδα να επιτύχει τον πρωταρχικό στόχο της ΕΕ για το 2030 όσον αφορά τις δεξιότητες, αναφέρεται.
Φτώχεια
Για τον κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα, αναφέρεται πως παραμένει μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ αλλά μειώνεται. Το ποσοστό των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού μειώθηκε από 32,2 % σε 27,4 % μεταξύ 2017 και 2021 ως αποτέλεσμα της οικονομικής ανάκαμψης και των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας. Ωστόσο, το ποσοστό είναι υψηλότερο μεταξύ των παιδιών (30,8 % το 2021), ενώ το ποσοστό των παιδιών με σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση (19,6 % το 2020) είναι μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ. Ο αντίκτυπος των κοινωνικών μεταβιβάσεων (πέραν των συντάξεων) στη μείωση της φτώχειας έχει βελτιωθεί. Ωστόσο, η επάρκεια του συστήματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος είναι χαμηλότερη από ό,τι στα περισσότερα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν κενά στην πρόσβαση στην κοινωνική προστασία όσον αφορά τις άτυπες μορφές απασχόλησης γενικά και όσον αφορά την αυτοαπασχόληση ειδικότερα (44 % και 29 % αντίστοιχα του ενεργού πληθυσμού το 2020). Οι ανάγκες ιατρικής περίθαλψης που δεν καλύπτονται, κατά δήλωση των ίδιων των ατόμων, παρουσιάζουν πτωτική τάση, αλλά η οικονομική προσιτότητα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης παραμένει κρίσιμη, καθώς οι άμεσες πληρωμές από τους ασθενείς αντιστοιχούν στο 35 % των συνολικών δαπανών ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Οι δημόσιες δαπάνες για τη μακροχρόνια περίθαλψη είναι σημαντικά χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ (0,2 % έναντι 1,7 % του ΑΕΠ το 2019) και δεν υπάρχει ολοκληρωμένη στρατηγική. Το ποσοστό του πληθυσμού που πλήττεται από το υπερβολικό κόστος στέγασης εξακολουθεί να είναι μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ, παρότι μειώθηκε κατά 7 εκατοστιαίες μονάδες μεταξύ 2018 και 2020. Απαιτείται ενισχυμένη δράση σε επίπεδο κοινωνικής πολιτικής προκειμένου η Ελλάδα να επιτύχει τον πρωταρχικό στόχο της ΕΕ για το 2030 όσον αφορά τη μείωση της φτώχειας. Το ΕΣΠΑ θα παράσχει σημαντική χρηματοδότηση για την καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας και την περαιτέρω βελτίωση της πρόσβασης σε κοινωνικές υπηρεσίες και υπηρεσίες, αναφέρεται.