H Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανακοίνωσε τους δείκτες που αφορούν (α) στην υλική και την κοινωνική στέρηση και (β) στις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού, όπως προκύπτουν από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (SILC), έτους 2021, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2020. Επισημαίνεται ότι, για τους δείκτες υλικής και κοινωνικής στέρησης και συνθηκών διαβίωσης, έτος αναφοράς είναι το έτος διενέργειας της έρευνας, δηλαδή το 2021.
Υλική και κοινωνική στέρηση
Το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 7 από έναν κατάλογο 13 αγαθών και υπηρεσιών (δηλαδή ο δείκτης που υπολογίζει το “ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσειςΕυρώπη 2030”) ανέρχεται σε 13,9%, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 4 από έναν κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών (δηλαδή ο δείκτης που υπολογίζει το “ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές στερήσεις-Ευρώπη 2020”) ανέρχεται σε 14,8% (περισσότερες πληροφορίες για τη μέθοδο
υπολογισμού των δεικτών παρατίθενται στις επεξηγηματικές σημειώσεις).
Στο Γράφημα 1 απεικονίζεται η εξέλιξη των δύο δεικτών για τα έτη 2015-2021.
Με βάση το Γράφημα 1, η υλική και κοινωνική στέρηση το 2021 (δείκτης «Ευρώπη 2030») παρουσιάζει μείωση κατά 1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2020 (13,9% από 14,9%), στο σύνολο του πληθυσμού.
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει σημαντική μείωση της υλικής και κοινωνικής στέρησης για τα παιδιά ηλικίας 0-17 ετών η οποία ανέρχεται σε 6,5 ποσοστιαίες μονάδες το 2021 (13,4%) σε σχέση με το 2020 (19,9%). Η μείωση αυτή είναι η μεγαλύτερη συγκριτικά με τις υπόλοιπες ομάδες ηλικιών (Πίνακας 1).
Όσον αφορά στην ηλικιακή ομάδα των ατόμων 65 ετών και άνω, παρατηρείται μείωση της υλικής και κοινωνικής στέρησης κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες το 2021 (10,3%) σε σχέση με το 2020 (10,6%) που είναι η μικρότερη συγκριτικά με τις υπόλοιπες ομάδες ηλικιών (Πίνακας 1).
Στις ηλικίες 18 έως 64 ετών το ποσοστό των ατόμων που στερούνται βασικών αγαθών και υπηρεσιών το 2021 ανέρχεται σε 14,6%, μειωμένο κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020 (Πίνακας 1).
Στο Γράφημα 2 παρουσιάζεται η ποσοστιαία κατανομή του πληθυσμού με υλικές και κοινωνικές στερήσεις, κατά συνιστώσα στέρησης. Με βάση τα στοιχεία αυτά, διαπιστώνεται κυρίως η οικονομική αδυναμία των νοικοκυριών να αντικαταστήσουν τα φθαρμένα έπιπλα (56,9%), να πληρώσουν για μια εβδομάδα διακοπών (48,6%) καθώς και να καλύψουν έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες (46,3%).
Στο Γράφημα 3 παρουσιάζονται τα ποσοστά της υλικής και κοινωνικής στέρησης ανά συνιστώσα στέρησης και κατάσταση πληθυσμού (σύνολο πληθυσμού, φτωχός, μη φτωχός) για το έτος 2021.
Υλική στέρηση αναφορικά με τις βασικές ανάγκες και τις συνθήκες στέγασης
Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 28,5% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 25,1% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 42,7% για τον φτωχό πληθυσμό (Πίνακας 2). Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου το 2021 είναι μεγαλύτερο στην περίπτωση της ηλικιακής ομάδας έως και 17 ετών και ανέρχεται σε 42,6% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 37,5% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 59,0% για τον φτωχό πληθυσμό (Πίνακας 2).
Το 33,8% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 6,1% (Γράφημα 3).
Το 81,7% των φτωχών νοικοκυριών και το 37,6% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους, περίπου, 410 ευρώ
(Γράφημα 3).
Το 79,8% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει αδυναμία πληρωμής μίας εβδομάδας διακοπών. Το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών ανέρχεται σε 41,0% (Γράφημα 3).
Το 36,7% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών ανέρχεται σε 12,8% (Γράφημα 3).
Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 28,8%, ενώ το ποσοστό για τα φτωχά και για τα μη φτωχά νοικοκυριά είναι 76,7% και 17,1%, αντίστοιχα.
Το 36,2% των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων.
Το 49,5% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ.
Το 80,8% των φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.
Γ. Οικονομική δυνατότητα σχετικά με τις κοινωνικές δραστηριότητες πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω Ως προς την υλική στέρηση που σχετίζεται με την οικονομική δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών σχετικών με κοινωνικές δραστηριότητες - για άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω - προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα:
Tο 28,5% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και το μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 51,0% και 23,3% (Γράφημα 3).
Tο 36,1% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι χωρίς να συμβουλευτεί κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού. Το ποσοστό εκτιμάται στο 62,8% για το φτωχό πληθυσμό και στο 29,9% για το μη φτωχό πληθυσμό (Γράφημα 3).
Υγεία πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω
Το 6,4% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι έχει πολύ κακή ή κακή υγεία, το 15,3% μέτρια, ενώ το 78,3% πολύ καλή ή καλή υγεία.
Το 24,3% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας.
Το 9,4% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω για διάστημα έξι μηνών ή περισσότερο είχε περιορίσει, λόγω δικού του προβλήματος υγείας, κάποιες, συνήθεις για τον γενικό πληθυσμό δραστηριότητες ή είχε δυσκολευτεί σε αυτές πάρα πολύ, ενώ το 13,9% είχε, αλλά όχι πάρα πολύ.
To 24,0% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα ποσοστά για το φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 36,2% και 21,8%, αντίστοιχα.
Το 9,4% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που δεν υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση ή θεραπεία όταν πραγματικά την χρειάστηκε λόγω της πανδημίας του COVID-19. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται
σε 11,0% και 9.0%.
To 28,3% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 42,1% και 25,9%. Το 5,6% του αντίστοιχου πληθυσμού δεν υποβλήθηκε στην εξέταση λόγω COVID-19.
Το 74,9% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι επηρεάστηκε αρνητικά η ψυχική του υγεία/ευεξία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα μηνών από την πανδημία COVID-19, ενώ το 0,6% δήλωσε ότι επηρεάστηκε θετικά και το 24,5% ότι δεν επηρεάστηκε καθόλου.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών: Έτος 2021 (Περίοδος αναφοράς εισοδήματος: Έτος 2020):