Στη Μαγνησία τα έθιμα της εορταστικής περιόδου επικεντρώνονται κυρίως στον ερχομό της Πρωτοχρονιάς και εντοπίζονται πρωτίστως στις παραδόσεις του Πηλίου και στα νησιά των Σποράδων. Η εορταστική ατμόσφαιρα, όμως, για το κάθε σπίτι ξεκινά μία εβδομάδα νωρίτερα, αφού ανήμερα των Χριστουγέννων το εορταστικό τραπέζι είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει αχνιστή κοτόσουπα και χοιρινό κάθε λογής από βραστό μέχρι και τις παραδοσιακές χοιρινές τηγανιές.
Την Πρωτοχρονιά πάντως, τα έθιμα είναι περισσότερα και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θυμούνται ότι τα κορίτσια του κάθε χωριού πήγαιναν και προσέφεραν στη βρύση, που στο Πήλιο υπάρχουν παντού και είναι άφθονες, διάφορα γλυκά και άλλα χειροποίητα καλούδια, μέχρι και σποράκια, αλλά και κέρματα για να καλοπιάσουν το στοιχείο του νερού, που ρέει άφθονο στη γειτονιά τους.
Σε κάποιες περιοχές του Πηλίου, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πηγαίνουν στην πλησιέστερη βρύση «για να κλέψουν το άκραντο νερό». Το λένε άκραντο, δηλαδή αμίλητο, γιατί δεν βγάζουν λέξη σ’ όλη τη διαδρομή. Αλείφουν τις βρύσες του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και όπως γλυκό είναι το μέλι, έτσι γλυκιά να είναι και η ζωή τους.
Επειδή στο Πήλιο τα παλιά χρόνια, πρωτεύον ήταν να υπάρχει μία καλή παραγωγή και όλοι ήθελαν η σοδειά να είναι εξαιρετική, όταν έφταναν εκεί, προσέφεραν στη βρύση διάφορες λιχουδιές, όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί, όσπρια ή κλαδί ελιάς. Έλεγαν μάλιστα, πως όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση, αυτή θα στεκόταν και η πιο τυχερή ολόκληρο τον χρόνο.
Αμέσως μετά, έριχναν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, «έκλεβαν νερό» και επέστρεφαν στα σπίτια τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούν όλα τα μέλη της οικογένειας από το άκραντο νερό. Με το ίδιο νερό ράντιζαν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούσαν μέσα στο σπίτι και τρία χαλίκια.
Τα γλυκά με τα οποία τρατάριζαν τις βρύσες τους ήταν χαμαλιά πηλιορείτικα (τρίγωνα γλυκά με γέμιση καρυδιού), λουκουμάδες, τηγανίτες, χριστόψωμο και κουραμπιέδες. Τα χαράματα και πριν από το ξημέρωμα τα ίδια κορίτσια πήγαιναν πάλι στη βρύση της γειτονιάς τους με το τρεχούμενο νερό και κουβαλούσαν από την ίδια βρύση το «αμίλητο νερό», με το οποίο ράντιζαν ξανά το σπίτι τους λέγοντας την ευχή «όπως τρέχει το νερό, να τρέχει και το βιός, στο σπιτάκι στο χωριό...».
Στη Σκιάθο, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το Πήλιο, σύμφωνα με την παράδοση οι καλικάντζαροι προετοιμάζονται ήδη από την 1η Δεκεμβρίου να κάνουν «απόβαση» στο νησί την παραμονή των Χριστουγέννων και να αρχίσουν να κυκλοφορούν στα σκοτεινά και στενά σοκάκια της χώρας, τρομοκρατώντας τους κατοίκους. Οι καλικάντζαροι θα ρίξουν το καράβι τους στον γιαλό και μέχρι τα Θεοφάνια κανείς δεν τολμά να περπατήσει τη νύχτα, γιατί αν συναντηθεί με τους καλικαντζάρους, αυτοί θα τον πάρουν την λαλιά. Την παραμονή των Φώτων, όμως, οι καλικάντζαροι ετοιμάζονται και με πολλή βιασύνη, σχεδόν τρέχοντας, φεύγουν με τον φόβο μην τους προφτάσει ο παπάς με τον Αγιασμό και τους «ζεματίσει».
Στη γειτονική Σκόπελο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μιας και είναι και η τελευταία μέρα του χρόνου, κάθε νοικοκυρά κάνει τις ετοιμασίες της για να υποδεχθεί τον καινούργιο χρόνο. Την ονομάζουν «κλειδοχρονιά», δηλαδή αυτό που στην υπόλοιπη Ελλάδα ονομάζουν «ποδαρικό» ώστε να έχει το σπιτικό τους όλο τον χρόνο υγεία, χαρά και αγάπη. Τα παλιά χρόνια και πριν ακόμη το τρεχούμενο νερό της βρύσης μπει στο κάθε σκοπελίτικο σπίτι, η νοικοκυρά πήγαινε πρωί - πρωί στη βρύση, έπαιρνε καθαρό και γάργαρο νερό και ράντιζε όλους και όλα μέσα στο σπίτι. Κρατούσε και μια σιδερόπετρα για να είναι όλοι σιδερένιοι.