Τροπολογία με την οποία νομιμοποιούνται όλες οι λίστες φοροδιαφυγής αλλά και άλλα αποδεικτικά μέσα κατά της κακουργηματικής φοροδιαφυγής και διαφθοράς τα οποία αποκτήθηκαν με παράνομες πράξεις (π.χ υποκλοπή λιστών από τράπεζες όπως η λίστα lagarde) κατέθεσε στη Βουλή ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος.
Κι αυτό γιατί μπορεί οι περίφημες λίστες να ανακτήθηκαν με επίσημο τρόπο (Γαλλία, Βεστφαλία - Ρηνανία) αλλά θεωρείται δεδομένο ότι όταν έρθει η στιγμή της δίκης ή της πιθανής παραπομπής τότε το βασικό επιχείρημα των κατηγορουμένων θα είναι η μη μονιμότητα απόκτησης των στοιχείων.
Με την τροπολογία ουσιαστικά καταργούνται αυτά τα επιχειρήματα, ενώ ταυτόχρονα δίνεται μεγάλη δυνατότητα στους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος και διαφθοράς να "στήσουν" στον τοίχο έναν μεγαλοκαταθέτη - φοροφυγά ώστε να επιστρέψει χρήματα. Σε συνδυασμό με την διάταξη περί αυτοκαταγγελίας και τις ευνοϊκές ρυθμίσεις, ουσιαστικά η δικαιοσύνη θα έχει και το "καρότο" και το "μαστίγιο" κατά της διαφθοράς. Θα αποτελεί πλέον επιλογή κάθε φοροφυγά ποιο δρόμο θα ακολουθήσει.
Αποδεικτικά μέσα
Η τροπολογία που μπαίνει "σφήνα" μαζί με το νομοσχέδιο για την επέκταση του Συμφώνου Συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια έχει ως στόχο - όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση - να δίνεται η "δυνατότητα αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων, η χρήση των οποίων , με τον υφιστάμενο νομικό καθεστώς, θα μπορούσε να εμποδιστεί, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό διερεύνησης και τιμωρίας πράξεων μεγάλης απαξίας όπως κακουργημάτων φοροδιαφυγής".
Η διάταξη που προωθείται, ουσιαστικά παρακάμπτει τον "σκόπελο" του άρθρου 177 παρ2 του Κ.Π.Δ, κατά το οποίο "αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων εξαναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με απειλή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 δ' ΚΠΔ.
Στο άρθρο αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι:
1. Στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, που υπάγονται στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα Οικονομικού εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 177 του ΚΠΔ, εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά πληροφορίες ή στοιχεία στα οποία οι ανωτέρω εισαγγελείς έχουν δυνατότητα πρόσβασης κατά το άρθρο 17Α παράγραφος 8 εδάφιο α του ν. 2523/1997 και του άρθρου 2 παράγραφος 5 εδάφιο α του ν. 4022/2011
2. Η χρήση του παραπάνω αποδεικτικού μέσου κατά την παραπομπή και τη δίκη γίνεται δεκτή εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι α) η βλάβη που προκαλείται με την κτήση είναι σημαντικά κατώτερη από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη, β) η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη και γ) η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία.